ΓΝΩΣΗ

ΓΝΩΣΗ

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Ηλεκτρονική πύλη ενημέρωσης μαθητών και εκπαιδευτικών από το Υπουργείο Παιδείας

Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ακολουθώντας τις διεθνείς εκπαιδευτικές τάσεις και συμβαδίζοντας με τις διεθνείς εκπαιδευτικές πολιτικές και πρακτικές στοχεύει στην αναβάθμιση της ψηφιακής εκπαίδευσης και στον ενεργό μελλοντικό κοινωνικοποιημένο πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό, μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την ψηφιακή εκπαίδευση ξεκινάει στα σχολεία. Μια σειρά ψηφιακών υπηρεσιών και βιβλιοθηκών είναι διαθέσιμες, ανοιχτές στους εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς. Στοχεύοντας στην ενημέρωση και ανάδειξη των διαθέσιμων και αναπτυσσόμενων υπηρεσιών ψηφιακής εκπαίδευσης του Υπουργείου σε ένα ευρύτερο κοινό, δημιουργήθηκε ο δικτυακός τόπος https://go.minedu.gov.gr. Η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει το σημερινό σχολείο και το ανοίγει στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η ανοιχτή πρόσβαση και η αξιοποίηση των ανοιχτών τεχνολογιών επιφέρει ουσιαστικές καινοτομίες και διαμορφώνει ένα περιβάλλον ανακάλυψης, δημιουργίας και συμμετοχής. Ο δικτυακός τόπος https://go.minedu.gov.gr στοχεύει στην ενημέρωση και υποστήριξη μαθητών και εκπαιδευτικών όσον αφορά την ανοιχτή πρόσβαση σε ψηφιακές βιβλιοθήκες & υπηρεσίες ανά βαθμίδα και γνωστικό αντικείμενο. Στόχος είναι ο δικτυακός τόπος να επεκταθεί προς την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και δια βίου μάθηση ώστε να αποτελέσει μια ανοιχτή διαδικτυακή πύλη που θα προσφέρει κεντρική πρόσβαση και ενιαία αναζήτηση σε μεγάλο όγκο ψηφιακού εκπαιδευτικού περιεχόμενου που παράγεται ή έχει παραχθεί και θα εξακολουθεί να παράγεται στη χώρα από το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, εποπτευόμενους και έγκριτους φορείς καθώς και την εκπαιδευτική κοινότητα.

Διαβάστε περισσότερα: https://xenesglosses.eu/2016/09/ilektroniki-pili-enimerosis-mathiton-ekpedeftikon-apo-ipourgio-pedias/

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Παρατακτική και υποτακτική σύνταξη

 Οι προτάσεις στα αρχαία ελληνικά, όπως και στα νέα ελληνικά
συνδέονται με τρεις τρόπους μεταξύ τους:
Παρατακτική και υποτακτική σύνταξη
Άσκηση: Να συνδέσετε παρατακτικά ή υποτακτικά τις προτάσεις που σας δίνονται,σημειώνοντας δίπλα το είδος της σύνδεσης.

(α) Διάβασα πολύ αλλά/όμως δεν έγραψα καλά. (παρατακτική)
(β) Λυπάμαι, αν/που σε στενοχώρησα. (υποτακτική)
(γ) Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του, που/ώστε έφυγε χοροπηδώντας. (υποτακτική)
(δ) Θέλεις να του μιλήσω εγώ ή προτιμάς να του μιλήσεις ο ίδιος; (υποτακτική/παρατακτική/υποτακτική)
(ε) Έσκυψε πάνω του και  του ψιθύρισε κάτι στο αυτί.( παρατακτική)
(στ) Είτε/ή  μπες μέσα είτε/ή βγες έξω. (παρατακτική)
ζ) Υποσχέθηκε πως/ότι θα με βοηθήσει. (υποτακτική)
(η) Τα είπε αυτά για να με δοκιμάσει. (υποτακτική)
(θ) Θέλουν αλλά/όμως δεν μπορούν να λησμονήσουν. (παρατακτική/υποτακτική)
(ι) Νιώθω μεγάλη συγκίνηση, όταν/όποτε  πηγαίνω στο χωριό. (υποτακτική)


Υπογράμμισε τι είναι αυτό που συνδέει τις παρακάτω προτάσεις και συμπλήρωσε το είδος σύνδεσης με το οποίο συνδέονται.
•    Ο παππούς μου πήγε στον κήπο, για να ποτίσει τα λουλούδια.
( υπόταξη)
•    Ο αδερφός μου σήκωσε το πακέτο και το έβαλε στο τραπέζι.
(παράταξη)
•    Η γιαγιά έφτιαξε το φαγητόετοίμασε το γλυκόέστρωσε το τραπέζι.
    (ασύνδετο σχήμα)
•    Η θεία μου ήρθε στο σπίτι μας και μας έφερε δώρα.
(παράταξη).
  • Ο Πέτρος μου εξήγησε πώς παίζεται το καινούριο επιτραπέζιο παιχνίδι του.
       (
    υπόταξη)
  • Τα παιδιά της οικογένειας έπαιξαν, τραγούδησαν, χόρεψαν.
    (ασύνδετο σχήμα)
•    Οι συγγενείς μου ήταν δίπλα μου σ' αυτή τη δύσκολη στιγμή της ζωής μου και
μου συμπαραστάθηκαν πολύ.
    (παράταξη)http://psifiakiparea.pbworks.com/w/page/53660916/%CE%91%CF%80%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82%20%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82%20%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82%20%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%8D

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

. Δραστηριότητες κατανόησης και παραγωγής γραπτού και προφορικού λόγου.

Γένη λόγου–Κειμενικά είδη

Ο «εκφραστικός λόγος» των κειμένων της Α ́ Γυμνασίου και εν μέρει της Β ́Γυμνασίου, στον οποίο βαρύνουσα θέση έχει η υποκειμενικότητα του πομπού (προσωπικές επιστολές,ημερολόγια,έκφραση προσωπικών
        σκέψεων κ.λπ.) δίνει τη θέση του στην
«αντικειμενικότητα», με κείμενα πειθούς (επιχειρηματολογία) και πληροφοριακά κείμενα περιγραφές, εξιστορήσεις, επεξηγηματικά, ερμηνευτικά, πραγματολογικά κείμενα), στα οποία χρησιμοποιείται ευρέως το γ ́ πρόσωπο και η απρόσωπη σύνταξη.
Τα κειμενικά είδη που προσφέρονται κατά γένη λόγου στο υπάρχον υλικό στον γραπτό και προφορικό λόγο είναι τα εξής:
  Περιγραφικά       Αφηγηματικά       Επιχειρηματολογία
1.     Περιγραφικά   
Ταξιδιωτικός οδηγός   

Περιγραφή στον  διαφημιστικό λόγο

  Περιγραφή κοινωνικού  φαινομένου

Περιγραφή κοινόχρηστων χώρων / δρόμων

Περιγραφή προσώπου

Περιγραφή με δημιουργικές  συνθέσεις (κολλάζ)Αφίσες

Περιγραφή με πολυτροπικάπολυμεσικά κείμενα

2.Αφηγηματικά
 Ιστορικέςρεαλιστικέςαφηγήσεις (μη λογοτεχνικές)

 Δραματοποιημένη αφήγηση

  Ειδησεογραφικές
ανταποκρίσεις

 3.Επιχειρηματολογία
.Επίσημες επιστολές προς δημόσιους οργανισμούς και  κοινωνικούς φορείς.

.Γελοιογραφία

Δημοσιογραφικά κείμενα(Άρθρο, χρονογράφημα,γελοιογραφίες)

ΑφίσαΣλόγκανΣυνθηματικός λόγος


ΔιάλογοςΑυθόρμητος  λόγος


Προσχεδιασμένος προτρεπτικός λόγος (ομιλία,εισήγηση)

Επιχείρημα στον διαφημιστικό λόγο


Στο κειμενικό ρεπερτόριο της Γ ́ τάξης περιλαμβάνονται, επίσης, κείμενα που ανήκουν στον αναφορικό λόγο και αφορούν ορισμούς εννοιών, παρουσίαση ερευνητικών δεδομένων,ερμηνεία κοινωνικών φαινομένων, άρθρα ερμηνευτικής δημοσιογραφίας, τα οποία δεν μπορούν να ενταχθούν σε μια μόνο από τις παραπάνω κατηγορίες.
Γ1. Δραστηριότητες κατανόησης γραπτού και προφορικού λόγου:


Τονίζεται και εδώ η ανάγκη να εμπλουτιστούν οι δραστηριότητες κατανόησης γραπτού και προφορικού λόγου προς την κατεύθυνση της κατανόησης του επικοινωνιακού πλαισίου,δηλαδή στην αναγνώριση του κειμενικού είδους και των επικοινωνιακών συνθηκών των κειμένων (πομπός, μήνυμα, δέκτης κ.ά.) και στην αναγνώριση της λειτουργίας των γραμματικοσυντακτικών δομών στη συγκρότηση του νοήματος των κειμένων.
Γ2. Δραστηριότητες παραγωγής γραπτού και προφορικού λόγου:
Όσον αφορά την παραγωγή γραπτού και προφορικού λόγου συνιστάται οι μαθητές/τριες να έχουν την ευκαιρία στη διάρκεια της χρονιάς να δοκιμαστούν στην αφήγηση, περιγραφή  και επιχειρηματολογία μέσα από ένα ευρύ ρεπερτόριο δραστηριοτήτων παραγωγής  γραπτού και προφορικού λόγου.
1 η ενότητα: Ελλάδα – Ευρώπη – Κόσμος. Χρήσιμο υλικό είναι οι αναπαραστάσεις των μαθητών/τριών για την Ελλάδα και την Ευρώπη και τη σχέση μεταξύ τους, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν υλικό για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος.
 Γένη κειμένων:Περιγραφή,  Επιχειρηματολογία :
Ταξιδιωτικά κείμενα.
 Περιγραφές αντικειμενικές και υποκειμενικές. 
Περιγραφή στον διαφημιστικό λόγο. 
Ερμηνευτικά κείμενα. 
Διαφημιστική αφίσα. 
Γελοιογραφίες.
Κριτική κατανόηση πολυτροπικών και μονοτροπικών κειμένων συνεχών και ασυνεχών με στόχο τη διερεύνηση αναπαραστάσεων και προκαταλήψεων σχετικά με την ελληνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα.
Παραγωγή λόγου:
 Περιγραφές χώρου
. Άρθρα γνώμης.
 Ομιλία.
 Ταξιδιωτικές εντυπώσεις, περιηγητικά κείμενα. 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Ἡ ἑλληνική, μιὰ ἀπὸ τὶς πέντε χιλιάδες περίπου 
γλῶσσες ποὺ μιλιοῦνται σήμερα στὸν κόσμο, κατέχει 
ἕνα μοναδικὸ χαρακτηριστικό. Εἶναι ἡ μόνη ζωντανὴ 
γλῶσσα τῆς ὁποίας μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακολουθήσει 
τὴν ἐξέλιξη ἐπὶ τριανταεπτὰ αἰῶνες. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή, 
ἡ Ἑλληνικὴ νικᾶ τὴν Αἰγυπτιακὴ (ἡ ὁποία γραπτῶς 
μαρτυρεῖται γιὰ περισσότερο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ
 εἶναι γλωσσικὰ νεκρὴ) καὶ τὴν Κινεζική, ποὺ εἶναι καὶ
 αὐτὴ ζωντανή, ἀλλὰ τὰ ἀρχαιότερά της κείμενα εἶναι 
κατὰ τι νεότερα ἀπὸ τὸν 16ο π.Χ αἰῶνα. Ἡ διαπίστωση 
ἀνήκει στοὺς διαπρεπεῖς γλωσσολόγους Humbert, Risch,
 καὶ Duhoux καὶ εἶναι ὀρθή. Τὸ ἀρχαιότερο γραπτὸ 
μνημεῖο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας εἶναι μιὰ σχεδὸν 
κυκλικὴ κροκάλη, ποὺ κυριολεκτικὰ μπορεῖς νὰ τὴν 
κρατήσεις μὲς στὴν παλάμη σου: οἱ διαστάσεις της εἶναι 
4,9 ἑκ. ἐπὶ 4,08 ἑκ, πάχους 1,62 ἑκ. καὶ τὸ βάρος της 
εἶναι 48 γρ. Βρέθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαιολόγο Πολυξένη 
Ἀραπογιάννη τὸ 1994 στὴ θέση Ἀγιελίτσες τῆς Κοινότητας 
Καυκανιᾶς, 7 χλμ πρὸς Β. τῆς Ὀλυμπίας καὶ 
δημοσιεύτηκε τὴν ἑπόμενη χρονιὰ στὰ Πρακτικὰ τῆς 
Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τ. 70, σσ. 251-254 ἀλλὰ καὶ 
ἀλλοῦ (βλ. Ἀραπογιάννη 1995). Πάνω στὸ «βότσαλο τῆς
 Καυκανιᾶς» διαβάζεται, μεταξὺ ἄλλων, τὸ 
ἀνθρωπωνύμιο Χάροy γραμμένο σὲ  Γραμμικὴ γραφὴ 
Β. Τὸ ὄνομα μαρτυρεῖται καὶ στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου καὶ
 ἐτυμολογικὰ σημαίνει «αὐτὸς ποὺ ἔχει χαρούμενη ὄψη».
Τὰ ὑπόλοιπα κείμενα ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ Γραμμικὴ 
γραφὴ Β, στὴν πρώτη ἑλληνικὴ γραφή, χρονολογοῦνται 
στὸν 15ο-13ο π.Χ αἰῶνα, εἶναι χαραγμένα πάνω σὲ 
πήλινες πινακίδες ἢ ζωγραφισμένα πάνω σὲ ἀγγεῖα (ἀμφορεῖς) καὶ 
βρέθηκαν στὰ μυκηναϊκὰ ἀνάκτορα τῆς Κνωσοῦ, τῆς
 Πύλου, τῶν Μυκηνῶν, τῆς Τίρυνθας, τῶν Θηβῶν καὶ
 ἀκόμη στὰ Χανιά. Χάρις στὴν ἀποκρυπτογράφηση τῆς
 Γραμμικῆς γραφῆς Β τὸ 1952 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ἀρχιτέκτονα
 M. Ventris καὶ τὸν συμπατριώτη του ἑλληνιστὴ J. Chadwick, τὰ
 ἀρχαιότερα γραπτὰ μνημεῖα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας δὲν
 εἶναι πιὰ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη ἀλλὰ τὰ μυκηναϊκὰ κείμενα. Καὶ 
μολονότι τὸ περιεχόμενό τους εἶναι λογιστικὸ καὶ διοικητικό, μᾶς διδάσκουν πολλά, πρωτίστως γιὰ τὴν ἱστορία τῆς γλώσσας μας. Ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν κειμένων αὐτῶν συνάγεται μὲ 
βεβαιότητα ὅτι στὰ μυκηναϊκὰ χρόνια ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα 
εἶναι πλήρως διαμορφωμένη καὶ πλουσιότατη: ἀπαντοῦν σ’ αὐτὰ πλεῖστοι τεχνικοὶ ὅροι (βλ. Σαλῆ-Ἀξιώτη) καὶ ἡ σύνταξη
 δὲν εἶναι μόνο παρατακτική. Εἶναι χαρακτηριστικὴ 
ἡ ἀκόλουθη πρόταση: ὃ Fίδε Φύγεβρις, ὅτε Fάναξ θῆκε ΑυγήFαν δαμοκόρον (= αὐτὸ εἶδε ὁ Φύγεβρις, ὅταν ὁ ἀνώτατος ἄρχοντας τοποθέτησε τὸν Αὐγεία φροντιστὴ τοῦ Δήμου).
Καθὼς τώρα ἡ γλῶσσα ἀνήκει στὰ πολιτιστικὰ φαινόμενα «μακρᾶς διαρκείας», εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ ἑλληνικὴ δὲν διαμορφώθηκε μέσα σὲ λίγους αἰῶνες. Διαμορφώθηκε πολλοὺς αἰῶνες πρὶν ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα, στὸν ὁποῖον χρονολογεῖται τό «βότσαλο τῆς Καυκανιᾶς». Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἐνδιαφέρει περισσότερο εἶναι τοῦτο: στὰ μυκηναϊκὰ κείμενα ἀπαντοῦν πλεῖστες λέξεις ποὺ ἐπιβιώνουν στὴ σημερινὴ ἑλληνική (βλ. Probonas). Παραθέτω μερικὰ παραδείγματα ξεκινῶντας ἀπὸ τὰ κύρια ὀνόματα, ἀνθρωπωνύμια καὶ τοπωνύμια. Πρῶτα πρῶτα δύο γυναικεῖα ὀνόματα, ποὺ συμβαίνει μάλιστα νὰ ἔχουν παγκόσμια διάδοση, τὰ Ἀλεξάνδρα καὶ Θεοδώρα. Ἀπαντοῦν σὲ μιὰ πινακίδα τῶν Μυκηνῶν. Τὸ τοπωνύμιο Θῆβαι διαβάζεται σὲ πινακίδες τῶν Μυκηνῶν καὶ τῶν Θηβῶν. Τὸ ὄνομα ἔχει ἐπιβιώσει ὣς τὶς μέρες μας μέσῳ τῆς προφορικῆς παράδοσης μὲ τὸν τύπο Φήβα (γιὰ τὴν τροπὴ τῆς συλλαβῆς -Θη σε -Φη πβ. Φηκάρι ἀπὸ τὸ θηκάρι, φηλιάζω ἀπὸ τὸ θηλιάζω κλπ). Βλακωδῶς, οἱ νεοέλληνες λόγιοι τὸ γνήσιο Φήβα τῆς λαϊκῆς παράδοσης, ποὺ ξεκινάει χωρὶς διακοπὴ ἀπὸ τὰ μυκηναϊκά, τουλάχιστον, χρόνια, τὸ αντικαταστήσαμε μὲ τὸ ψεύτικο Θήβα, ποὺ ἔχει λόγια προέλευση, δὲν μαρτυρεῖ, ἑπομένως, τὴ συνέχεια τῆς γλωσσικῆς καὶ ἐθνικῆς μας παράδοσης. Τὸ τοπωνύμιο Τύλισος διαβάζεται σὲ πινακίδες τῆς Κνωσοῦ. Τὸ ὄνομα μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τύπο ἔχει ἐπιβιώσει ὣς τὶς μέρες μας στὴν Κρήτη. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ προσηγορικά: ἀγρός (ἡ λέξη ἐπιβιώνει ὡς τοπωνύμιο σὲ πολλοὺς τόπους), ἄνεμος, ἄργυρος, δῶρα (ὀνομ. πληθ.), θεός, κύπελλα (ὀνομ. πληθ.) ξίφος, ὄρος (ἡ λέξη ἐπιβιώνει ὡς τοπωνύμιο σὲ πολλοὺς τόπους), πέδιλα (ὀνομ. πληθ.), κύμινον, μέλι, σέλινον, σκέλος, τέμενος (ἡ λέξη ἔχει ἐπιβιώσει ὡς τοπωνύμιο), φάρμακον, φεάλα (μὲ τὸν τύπο φιάλα ἐπιβιώνει ἡ λέξη στὴ Μεσσηνία), χαλκός, χρυσός. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ἐπίθετα: ἐλεύθερος, ἐρυθρός, ἱερός, ἄγριος, κακός, λεπτός, λευκός, ξανθός, παλαιός, πολύς. Μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὰ ρήματα: δέχομαι, ἔχω, καίω, λείπω, ὀφείλω, φέρω. Μυκηναϊκὸ εἶναι καὶ τὸ ἕνεκα.
Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ ἐπιβίωση στὴ σημερινὴ Ἑλληνικὴ ὄχι μόνο λεξιλογικῶν ἀλλὰ καὶ μορφολογικῶν μυκηναϊκῶν στοιχείων. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα: 1) Ὀνόματα θηλυκὰ σὲ -τρια, δηλωτικὰ ἐπαγγέλματος, ὅπως ἀσκήτρια, ράπτρια κ.λ.π. Τὸ ράπτρια μάλιστα ἀπαντᾶ μὲ συνίζηση, δηλαδὴ ὡς ράπτριja. Πβ. νεοελληνικὰ ἀνυφάντρα, θερίστρα, μαζώχτρα, μαθήτρια ἀλλὰ καὶ μαθήτρα, πλουμίστρα, ράφτρα, τραγουδίστρια κλπ. 2) Ὀνόματα οὐδέτερα σὲ -τρον, δηλωτικὰ ὀργάνων, ὅπως πύραυστρον (=μασιά). Πβ. ἑλληνικὸ ζύμωτρον, ξύστρο, σήμαντρο, σκιάχτρο, κλπ. 3) Ὀνόματα σύνθετα σὲ -φόρος, ὅπως κλαFιφόρος (=κλειδοῦχος). Πβ. πληθώρα νεοελληνικῶν συνθέτων σὲ -φόρος, ὅπως νεροφόρος κλπ. Ἑπομένως, μὲ βάση τὶς γραπτὲς μαρτυρίες, οἱ ρίζες τῆς Νέας Ἑλληνικῆς πηγαίνουν πίσω στὰ μυκηναϊκὰ χρόνια. Ἀπὸ ποῦ ὅμως κατάγεται ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ γραπτῶς μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν 17ο αἰῶνα ὣς σήμερα;
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν εἶναι «ἀνάδελφη». Εἶναι μέλος τῆς μεγάλης οἰκογένειας τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι παρουσιάζει φωνητικές, μορφολογικές, λεξιλογικὲς καὶ συντακτικὲς ἀντιστοιχίες μὲ πολλὲς ἄλλες γλῶσσες ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα. Οἱ γλῶσσες αὐτὲς εἶναι οἱ ἑξῆς: Ἑλληνική, Ἰταλική, Γερμανική, Κελτική, Ἀλβανική, Θρακική, οἱ βαλτοσλαβικὲς γλῶσσες, Ἰνδοϊρανική, Χεττιτική, Ἀρμενικὴ καὶ Τοχαρική. Δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα κατάγονται σχεδὸν ὅλες οἱ γλῶσσες τῆς Εὐρώπης (πλὴν τῆς Βασκικῆς, Οὐγγρικῆς, Φινλανδικῆς καὶ Τουρκικῆς) καὶ ἀκόμη μερικὲς τῆς Ἀσίας, ἡ Ἀρμενική, ἡ Ἰρανική, ἡ Ἰνδική, ἡ Χεττιτικὴ καὶ ἡ Τοχαρική. Πρέπει ὅμως νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα δὲν εἶναι γλῶσσα μαρτυρημένη ἀλλὰ ἐπανασυνθεμένη μὲ βάση τὴ συγκριτικὴ μέθοδο. Ἡ σύγκριση αὐτὴ βασίζεται σὲ γλωσσικοὺς νόμους (π.χ. στὴν Ἰνδική, τὰ φωνήεντα α, ο, e συγχωνεύτηκαν σὲ α). Ἡ θεωρία γιὰ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα ξεκίνησε τὸ 1786 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο δικαστὴ στὶς Ἰνδίες Sir William Jones καὶ ἀπὸ τὸν Γερμανὸ γλωσσολόγο Franz Bopp (1791 – 1867) καὶ ἐνισχύθηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ ἄλλους. Ἰδοὺ μερικὰ παραδείγματα χαρακτηριστικὰ τῆς συγγένειας τῶν ἰνδοευρωπαϊκῶν γλωσσῶν: 1) Οἱ ἀριθμοὶ 2, 3, 7, 8, 9 στὴν Ἑλληνική, Ἰνδικὴ καὶ Λατινική:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ-ΙΝΔΙΚΗ- ΛΑΤΙΝΙΚΗ-ΙΑΠΩΝΙΚΗ
δύο- dva- duo- futatsu
τρεῖς- trayas- tres- mittsu
ἑπτὰ- sapta- septem- nanatsu
ὀκτὼ- asta- octo- yattsu
ἐννέα- nawa- novem- kokonatsu
Οἱ ἀριθμοὶ 2,3,7,8,9 στὴν Ἰαπωνική, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἰνδοευρωπαϊκὴ γλῶσσα, δηλώνονται μὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς λέξεις. 2) Ἡ λέξη ὄνομα στὴν Ἑλληνική, Ἰνδική, Λατινική, Γερμανική καὶ Ἀρμενικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: ὄνομα nama nomen namen anum. Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *nomn. 3) Ἡ λέξη καρδιὰ στὴν Ἑλληνική, Λατινική, Λιθουανική, Σλαβική, Ἀγγλική, Γερμανικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: καρδιὰ cor, cordis sirdis srudice heart Herz. Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *krd. 4) Τὸ γ΄ ἑνικὸ τοῦ ρήματος εἰμὶ στὴν Ἑλληνική, Ἰνδική, Λατινική, Γερμανική, Ρωσικὴ εἶναι ἀντίστοιχα: ἐστὶ asti est ist jesti Οἱ ποικίλοι αὐτοὶ τύποι ἐπήγασαν ἀπὸ ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ *esti. Φυσικά, οἱ φωνητικές, μορφολογικές, συντακτικὲς καὶ λεξιλογικὲς ἀντιστοιχίες ἀνάμεσα στὴν ἑλληνικὴ καὶ σὲ ἄλλες ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες ἀφθονοῦν καὶ εἶναι αὐτὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπῆρξε μιὰ ἀρχικὴ μητέρα γλῶσσα, ἡ καλούμενη Ἰνδοευρωπαϊκή. Ἀπὸ αὐτὴν κατάγονται οἱ διάφορες ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ποιά ἦταν ὅμως ἡ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων, προτοῦ διασπαροῦν στὸν τεράστιο γεωγραφικὸ χῶρο, ποὺ ἁπλώνεται ἀπὸ τὴν Ἰσλανδία ὣς τὴν Ἰνδία (πεδιάδα τοῦ Γάγγη ποταμοῦ), καὶ γιὰ πόσο χρονικὸ διάστημα παρέμειναν ἑνωμένοι; Πότε αὐτοί, ποὺ πολὺ ἀργότερα ὀνομάστηκαν Ἕλληνες, ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ πυρῆνα; Ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα κινούμεθα στὸ ἀχανὲς βασίλειο τῶν ὑποθέσεων.
Κατὰ κανόνα, ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων τοποθετεῖται στὴ Βόρεια Εὐρώπη. Κατὰ τὴ γνώμη μου, ὄχι ὁ ἀφιλόξενος βορρᾶς ἀλλὰ ὁ χῶρος ἑκατέρωθεν τοῦ Αἰγαίου μὲ τὸ προνομιοῦχο κλῖμα, ὅμοιο ἀπὸ τὸ 8.000 π.Χ (βλ. Θεοχάρη, ΙΕΕ τ. Α΄ σ. 44), καὶ τὴν ἰδεώδη γεωμορφολογία θὰ ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἡ ἀρχικὴ κοιτίδα τῶν Ἰνδοευρωπαίων. Φυσικά, μιὰ τέτοια θεωρία χρειάζεται τεκμηρίωση γλωσσική, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογική. Ὡς πρὸς τὴν ἡλικία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας θὰ ἀποτολμήσω μιὰ ὑπόθεση βασιζόμενος κυρίως στὴ συγκριτικὴ μελέτη τῆς μυκηναϊκῆς Ἑλληνικῆς μὲ τὴ νέα Ἑλληνική. Οἱ γλωσσολόγοι ἔχουν διαπιστώσει ὅτι ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ συγγένευε προπάντων μὲ τὴν Ἰνδοϊρανικὴ (16 ἰσόγλωσσες) καὶ κατὰ δεύτερο λόγο μὲ τὴν Ἀρμενική (10 ἰσόγλωσσες). Γιὰ τὴν Ἀρμενικὴ ἀρχαῖες γραπτὲς πηγὲς δὲν ἔχουμε. Ἔχουμε ὅμως καὶ γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καὶ γιὰ τὴν Ἰνδοϊρανική. Ἐὰν τώρα συγκρίνουμε τὴ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴ μία μὲ τὴ νέα Ἑλληνικὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὴν Ἰνδοϊρανική, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ νέα Ἑλληνική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέχει περίπου τρεισήμισι χιλιετίες. Ὁ παρατιθέμενος πίνακας εἶναι χαρακτηριστικός.
Γραμμική Β΄
Γραμμική Β΄
ΜΥΚ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ – ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ- ΙΝΔΙΚΗ
ἀγρὸς – ἀγρὸς- ajras
δεξιFὸς- δεξιὸς- daksinah
ἐρυθρὸς- ἐρυθρὸς- rudhirah
ζεῦγος- ζεῦγος- yokta
ἱερὸς- ἱερὸς- isiram
λείπω- λείπω- rinakti
λευκὸς- λευκὸς- roach
μήν- μῆνας- mas
νέFος- νέος/νιὸς- navah
πατὴρ- πατέρας- pita
φέρω- φέρω/φέρνω- bharami
Ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ λοιπὸν εἶναι πολὺ πιὸ κοντὰ στὴ νέα Ἑλληνικὴ ἀπὸ ὅ,τι στὴν Ἰνδοϊρανική. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὑποδεικνύει ὅτι τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ χωρίζει τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ τὴν Ἰνδοϊρανικὴ ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα θὰ εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τρεισήμισι χιλιετίες, ἀπὸ τὸ διάστημα δηλαδὴ ποὺ χωρίζει τὴ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὴ νέα Ἑλληνική. Οἱ σημαντικὲς διαφορὲς ποὺ παρουσιάζουν ἡ ἀρχαία Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Ἰνδοϊρανικὴ ἤδη τὸν 15ο π.Χ. αἰῶνα προϋποθέτουν παρέλευση χιλιετιῶν ἀπὸ τὴ χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἀπόσπασής τους ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα. Ἐὰν ἡ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ Ἰνδοϊρανικὴ εἶχαν ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα τρεισήμισι περίπου χιλιετίες πρὶν ἀπὸ τὸ 1500 π.Χ., οἱ δύο αὐτὲς γλῶσσες θὰ παρουσίαζαν συγγένεια ἀνάλογη μὲ αὐτὴν ποὺ παρουσιάζει ἡ μυκηναϊκὴ Ἑλληνικὴ καὶ ἡ νέα Ἑλληνική, ποὺ ἀπέχουν μεταξὺ τους τρεισήμισι χιλιετίες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι Ἑλληνικὴ καὶ Ἰνδοϊρανικὴ θὰ ἀποσπάσθηκαν ἀπὸ τὴν ἰνδοευρωπαϊκὴ μητέρα γλῶσσα πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ 5.000 π.Χ. Στὸ ἴδιο συμπέρασμα ὁδηγεῖ καὶ ἡ συγκριτικὴ μελέτη τῆς Ἑλληνικῆς μὲ τὴν Χεττιτική, τῆς ὁποίας τὰ γραπτὰ μνημεῖα χρονολογοῦνται στὸν 17ο – 16ο αἰῶνα π.Χ. Μὲ βάση ὅλα τὰ παραπάνω, ἡ γραπτὴ παράδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀρχίζει ἀπὸ τὸν 17ο π.Χ. αἰῶνα καὶ ἡ προφορική της τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 6.000 π.Χ. Τὸ συμπέρασμα αὐτό, ποὺ βασίζεται σὲ γλωσσικὰ δεδομένα, δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ συμπέρασμα τοῦ διακεκριμένου Ἄγγλου ἀρχαιολόγου καὶ προϊστοριολόγου Colin Renfrew, ὁ ὁποῖος πρόσφατα ὑπεστήριξε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἄρχισε νὰ διαμορφώνεται στὴν ἑλληνικὴ χερσόνησο γύρω στὸ 6.500 π.Χ.
Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ γνώμη τοῦ ἴδιου σοφοῦ ὅτι οἱ διαδοχικοὶ πολιτισμοὶ τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου εἶναι προϊόντα τοπικῶν ἀνελίξεων. Ἡ κοινῶς κρατοῦσα ἐπιστημονικὴ γνώμη ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διαμορφώθηκε ἀνάμεσα στὸ 2100 μὲ 1900 π.Χ. χρειάζεται ἀναθεώρηση. Κοινὴ ἐπίσης εἶναι ἡ γνώμη ὅτι οἱ Ἰνδοευρωπαῖοι ποὺ ἐγκαταστάθηκαν σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γωνιὰ τῆς γῆς μὲ τὸ προνομιοῦχο κλῖμα, αὐτοὶ ποὺ στὰ ἱστορικὰ χρόνια ὀνομάζονταν Ἕλληνες, συνάντησαν ἄλλους λαούς. Οἱ παλαιότεροι αὐτοὶ κάτοικοι ὀνομάζονταν «Προέλληνες» καὶ ἡ γλῶσσα ποὺ μιλοῦσαν «προελληνική». Τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ «Προέλληνες» διακρίνονται σὲ «Προέλληνες Ἰνδοευρωπαίους» καὶ σὲ «Προέλληνες μὴ Ἰνδοευρωπαίους». Δηλαδὴ γίνεται λόγος γιὰ «Προέλληνες» παλαιότερους καὶ νεότερους. Πρέπει ὅμως νὰ παρατηρηθεῖ καὶ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι λέξεις ἢ κατηγορίες λέξεων, ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια χαρακτηρίζονταν ὡς «προελληνικές», ἀποδείχτηκε στὴ συνέχεια ὅτι εἶναι γνήσιες ἑλληνικές. Π.χ. ἡ συνηθέστατη ἀρχαία ἑλληνικὴ κατάληξη -ευς (βασιλεὺς κ.λ.π) ἀπέδειξε ὁ Perpillou ὅτι ἔχει ἑλληνικὴ καὶ ὄχι προελληνικὴ καταγωγή. Τὸ κύριο ὄνομα Ἀχιλ(λ)εὺς ἔχει πειστικὰ ἀποδειχτεῖ ὅτι παράγεται ἀπὸ τὶς λέξεις ἄχος (=λύπη, θλίψη) καὶ λαός (=πολεμικὴ ὁμάδα): ἔτσι ὀνομάστηκε ὁ πρωταγωνιστὴς τῆς Ἰλιάδας, γιατὶ μὲ τὴν μῆνιν του (=τὸν θυμό του) προκάλεσε θλίψη στοὺς ἄλλους πολεμιστές. Ἑλληνικὴ καὶ ὄχι προελληνικὴ καταγωγὴ ἔχει καὶ τὸ θεωνύμιο Ἀπόλλων (ποὺ μαρτυρεῖται τώρα στὰ μηκυναϊκὰ κείμενα μὲ τὸν τύπο Ἀπέλλων), ὅπως ἔδειξε ὁ Heubeck (βλ. Συντομογραφίες). Ἑλληνικὸ καὶ ὄχι προελληνικὸ εἶναι καὶ τὸ μέγαρον (βλ. Ruijgh).
Κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ θεωρία περὶ «Προελλήνων Ἰνδοευρωπαίων» ἀλλά ἐνδεχομένως καὶ ἡ θεωρία περὶ «Προελλήνων μὴ Ἰνδοευρωπαίων» χρειάζεται ἐπανεξέταση καὶ ἀναθεώρηση. Μήπως ἡ καλούμενη «Προελληνικὴ» δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ πρωιμότατη φάση τῆς Ἑλληνικῆς; Τὴν ἀφορμὴ γιὰ μιὰ τέτοια σκέψη δίνει, σὲ μένα τουλάχιστον, ἡ ἐξελικτικὴ πορεία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ βάση τὴ μακραίωνη γραπτή της παράδοση. Ὅσο καὶ ἂν ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται παράδοξο, ἡ νέα ἑλληνικὴ διδάσκει πόσο πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε νὰ χαρακτηρίζουμε ὡς «προελληνικὲς» λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, τῶν ὁποίων ἀγνοεῖται ἡ ἐτυμολογία. Γιατὶ ἐνδέχεται οἱ λέξεις αὐτὲς νὰ εἶναι πανάρχαιες ἑλληνικές, τὶς ὁποῖες ἀδυνατοῦμε νὰ ἐτυμολογήσουμε, ἐπειδὴ βυθίζονται σὲ μέγα βάθος χρόνου καὶ ἔχουν πλήρως συσκοτισθεῖ, καθὼς ἡ σημασία τῶν μορφολογικῶν στοιχείων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπαρτίστηκαν ἔχει λησμονηθεῖ. Διδασκαλικὸ εἶναι, νομίζω, τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα.
Στὴ νέα ἑλληνικὴ (κυρίως στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου) ἀπαντᾶ μιὰ σειρὰ τοπωνυμίων ποὺ λήγουν σὲ -ούντα, -ούντας π.χ. Ἀλιμούντα (ἡ) στὴν Κάρπαθο καὶ στὴ Χάλκη, Ἀμιθούντα (ἡ) στὴ Χίο, Δαφνούντα (ἡ) στὴν Ἄνδρο, Ἐλαιούντα (ἡ) στὴ Χίο, Ἐρεικούντα (ἡ) στὴ Χίο, Κυπερούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μακούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μαλούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Μαραθούντα (ἡ) στὴν Κύπρο καὶ στὴ Σύμη, Μερικούντα (ἡ) στὴ Χίο, Πιπερούντα (ἡ) στὴν Κύπρο, Πισπιλούντα (ἡ) στὴ Χίο, Σαμαούντα (ἡ) στὴ Ρόδο, Σκαμνιούντα (ἡ) στὴ Λέσβο, Σπαρτούντα (ἡ) στὴν Κέα, Σ(υ)κούντα (ἡ) στὴ Λέσβο καὶ στὴ Χίο, Σχινούντα (ἡ) νησάκι κοντὰ στὴ Φωκίδα, Σκινούντας (ὁ) στὴν Ἀστυπάλαια, Φαγούντα (ἡ) στὴ Σύμη, Φτερούντα (ἡ) στὴ Λέσβο κ.λ.π. (βλ. Κίγκα 177-181). Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τοπωνύμια ἀπαντᾶ καὶ τὸ προσηγορικὸ παχούντα (ἡ) στὴ Γαῦδο καὶ σημαίνει εἶδος φαγητοῦ (βλ. Γ. Χατζηδάκις, Γλωσσ. Ερ. Α΄ 108-109 καὶ Β΄ 484). Ἡ κατάληξη -ούντα, καθὼς δὲν εἶναι παραγωγικὴ σήμερα, εἶναι ἐντελῶς ἀκατανόητη στοὺς μὴ εἰδικούς. Οἱ εἰδικοί, βέβαια, γνωρίζουν τὴν προέλευσή της. Γιατί ὅμως; Γιατὶ τὰ προστάδιά της μαρτυροῦνται γραπτῶς στὴ μυκηναϊκὴ καὶ ὁμηρικὴ ἑλληνική. -Fεις, γενικὴ -Fεντος> -όFεις, γενικὴ -όFεντος > όεις, γενικὴ -όεντος > ους, γενικὴ -οῦντος μὲ αἰτιατικὴ -οῦντα, ἀπὸ ὅπου νέα ὀνομαστικὴ -ούντας (ἀρσενικό) καὶ -ούντα (θηλυκό). Ἡ σημερινὴ λοιπὸν κατάληξη -ούντα, -ούντας μᾶς εἶναι κατανοητή, γιατὶ μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἐξελικτική της πορεία. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ἡ κατάληξη -όεις στὴν κλασσικὴ ἐποχὴ εἶχε χάσει τὴν παραγωγικότητά της. Ἤδη στὸν Ὅμηρο ὁ πόλεμος χαρακτηρίζεται πολύδακρυς, ὑποκατάστατο τοῦ ἀρχαιοπρεπέστερου δακρυόεις «γεμᾶτος δάκρυα». Καὶ ἀπὸ τὰ γνωστὰ μεταβαίνουμε τώρα στὰ ἄγνωστα. Τὸ τοπωνύμιο Κόρινθος γίνεται κοινῶς παραδεκτὸ ὅτι εἶναι προελληνικό. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ κατάληξη -ινθος εἶναι προελληνική; Μήπως ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα μορφολογικὸ ἀπολίθωμα τῆς Ἑλληνικῆς, τοῦ ὁποίου τὴ σημασία ἀδυνατοῦμε νὰ ἀνιχνεύσουμε ἐλλείψει παλαιοτέρων γραπτῶν μαρτυριῶν; Ἔστω ὅμως ὅτι ἡ ἄγνωστης προέλευσης κατάληξη -ινθος εἶναι προελληνική. Τὸ τοπωνύμιο Κόρινθος εἶναι ὑποχρεωτικὸ νὰ χαρακτηρισθεῖ προελληνικό; Καὶ πάλι ἡ νέα Ἑλληνικὴ μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει. Σ’ αὐτὴν ἀπαντᾶ πληθώρα λέξεων ποὺ ἔχουν σχηματισθεῖ μὲ τὴν κατάληξη -τζης πχ. βιολιτζής, γανωτζής, καταφερτζής, παλιατζής, πλακατζής, ταξιτζής, ψιλικατζής, κ.λπ. Ἡ κατάληξη -τζης ἀναμφισβήτητα ἔχει τουρκικὴ προέλευση (<-ci). Οἱ παραπάνω ὅμως λέξεις εἶναι τουρκικές; Τουρκικὴ προέλευση ἔχει καὶ ἡ κατάληξη -λικι (<lik)
Οἱ λέξεις ὅμως ἀρχοντιλίκι, βουλευτιλίκι καὶ ἀκόμη ἀντριλίκι, ἀρχηγιλίκι, γοητιλίκι κλπ εἶναι τουρκικές; Ἐπανερχόμαστε στὸ Κόρινθος. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν καταγωγὴ τῆς κατάληξης -ινθος, τὸ τοπωνύμιο εἶναι προελληνικὸ ἢ ἑλληνικό; Ὅποιος γνωρίζει ὅτι ἀρχικὰ Κόρινθος ὀνομαζόταν ὄχι ἡ γνωστὴ πόλη ἀλλὰ ὁ τεράστιος πέτρινος στρογγυλὸς ὄγκος ποὺ δεσπόζει τῆς περιοχῆς, δύσκολα θὰ ἀρνηθεῖ νὰ σχετίσει τὸ τοπωνύμιο μὲ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς λέξεις κόρυς,-θος (ἤδη στὰ μηκυναϊκὰ) «περικεφαλαία», κόρυδος, κορυδαλός (τὸ γνωστὸ πτηνὸ μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ λοφίο), κορόνη «ρόπαλο μὲ σιδερένιο περίβλημα στὸ ἕνα ἄκρο». Κόρυμβος «κορυφή», κορυφή κ.λπ. Τὸ τοπωνύμιο, λοιπόν, Κόρινθος δὲν εἶναι προελληνικὸ ἀλλὰ παμπάλαιο ἑλληνικό, σχηματισμένο ἀπὸ τὴ ρίζα κορ- «στρογγυλός, αὐτὸς ποὺ ἔχει στρογγυλὴ κορφὴ» καὶ τὴν ἄγνωστης σημασίας κατάληξη -ινθος. Τῆς ἴδιας ἐτυμολογικῆς ἀρχῆς εἶναι τὸ τοπωνύμιο Τρικόρυθος (ἡ) τῆς περιοχῆς τοῦ Μαραθῶνα, ποὺ συγκαταλέγεται στὰ «προελληνικά». Τὸ Τρικόρυθος εἶναι σύνθετο μὲ α΄ συνθετικὸ τὸ τρία καὶ β΄ τὸ οὐσιαστικὸ κόρυς, -υθος «περικεφαλαία». Ἡ περιοχὴ ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα τριῶν λόφων μὲ περικεφαλαῖες. Αὐτὰ ἐν πάσῃ συντομίᾳ καὶ ὑπὸ μορφὴν πρόδρομης ἀνακοίνωσης περὶ τῶν καλουμένων «Προελλήνων», προσθέτοντας ὅτι συμμερίζομαι τὴ διαπίστωση τοῦ Χρ. Δάλκου (2001, σ. 6) ὅτι «ἡ λεγόμενη «προ» ελληνικὴ εἶναι στὴν οὐσία πρωτοελληνική». Αὐτονόητο εἶναι ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα περιέχει καὶ λέξεις δάνεια ἀπὸ ἄλλους μὴ ἰνδοευρωπαϊκοὺς λαούς, μὲ τοὺς ὁποίους οἱ δαιμόνιοι Ἕλληνες ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ καὶ «ἔδωσαν καὶ ἐπῆραν». Αὐτὴ εἶναι κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ καταγωγὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ καταγωγὴ τῆς γλώσσας ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος τρεῖς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας του, στὴ μυκηναϊκὴ περίοδο, στὰ κλασσικὰ χρόνια καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, ἀνέλαβε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ C. Blegen (βλ. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τ. Α΄, σ. 9), τὴν παγκόσμια πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ἡγεσία.
Langue grecque. Paris 1972, σ. 6
Κίγκα: Ἑλένη Κίγκα, Μορφολογία τῶν νεοελληνικῶν περιεκτικῶν τοπωνυμίων, Ἰωάννινα 1982
Perpillou: J. L. Perpillou, Les substantives gracs en -εύς. Paris 1973.
Probonas: Ioannis Probonas, «Mots myceniens suvecus en grec modern», στο: Atti del secondo congresso di Micenologia v.I 445/450. Roma-Napoli 1991.
Renfrew: Colin Renfrew, Archaeology and Language, London, 1987.
Risch: Ernst Risch, Il miceneo nella storia della lingua greca, QUCC 23, 1976,9.
Ruijgh: C.J. Ruijgh, L’ etymologie de l’ adjectif ἀγαθός, στό: Palaeograeca et Mycenaea Antonino Bartonek oblata.
Σαλῆ – Ἀξιώτη: Τέση Σαλῆ – Ἀξιώτη, Λεξικὸ μυκηναϊκῶν τεχνικῶν ὅρων, Ἀθῆνα 1996.


Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Αλέξης Ζορμπάς και το νεοελληνικό πολιτισμικό πρότυπο

Ο Αλέξης Ζορμπάς και το νεοελληνικό πολιτισμικό πρότυποhttp://www.eks-ik.eu/dimosieyseis-ekdoseis/arthra-meletes/10-o-aleksis-zormpas-kai-to-neoelliniko-politismiko-protypo


ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ

Τελεία ( . )
Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής. Σημειώνεται:
http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/images/arrow_blue.gifστο τέλος μια πρότασης και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα: Το αυτοκίνητο είναι άσπρο.
http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/images/arrow_blue.gifύστερα από μια συντομογραφία: π.χ.κτλ. Εξαιρούνται μερικές συντομογραφίες που σχετίζονται με τις διευθύνσεις του ορίζοντα, που δεν την παίρνουν, π.χ.: Α= Ανατολή, ανατολικός, ανατολικά, ΝΔ = νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικά κτλ. Όταν πρόκειται, όμως, για προσδιορισμό τόπων, προσθέτουμε στις συντομογραφίες Α, Β κτλ. μια τελεία: η Β. Αμερική, η Ν. Ευρώπη κτλ.
http://www.teicrete.gr/users/kutrulis/images/arrow_blue.gifσε πολυψήφιους αριθμούς, χωρίζοντας σε τριάδες τα ψηφία με αρχή από τα δεξιά (π.χ., 2.234.456). Οι τετραψήφιοι αριθμοί και οι χρονολογίες δε χρειάζονται τελεία (π.χ., 1821).
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τελεία μετά από ένα απόλυτο αριθμητικό για να νοηθεί ως τακτικό: 9. = ένατος. (Η χρήση αυτή είναι σπάνια.)
Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ' επιγραφές και σ' επικεφαλίδες.
Η τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν εισαγωγικά στο κείμενο, η τελεία σημειώνεται πάντα έξω από αυτά. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις χρήσης παρενθέσεων, αγκυλών κτλ. Ωστόσο, όταν μέσα στην παρένθεση υπάρχει ολόκληρη περίοδος, τότε η τελεία σημειώνεται μέσα στην παρένθεση.
Τελεία δεν σημειώνεται μετά το ερωτηματικό, το θαυμαστικό και τα αποσιωπητικά.
Άνω τελεία ( · )
Η άνω τελεία δηλώνει αρκετά στενό νοηματικό σύνδεσμο με τα προηγούμενα και χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή παρά με την τελεία και μεγαλύτερη παρά με το κόμμα. Ειδικότερα η άνω τελεία:
Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές χωρίζονται μεταξύ τους με κόμματα, π.χ.:Του Αισχύλου σώζονται τρεις τραγωδίες από τον τρωικό κύκλο, ο Αγαμέμνονας, οι Χοηφόρες, οι Ευμενίδες· του Σοφοκλή, ο Αίας, η Ηλέκτρα και ο Φιλοκτήτης.
Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δυο μέρη της που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο επεξηγεί ή έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο, π.χ.: Αυτός δεν ήταν άνθρωπος· ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό.  Του πατέρα σου, όταν έλθης,/ δε θα βρης παρά τον τάφο·/ είμαι ομπρός του και σου γράφω/ μέρα πρώτη του Μαγιού. (Σολωμός).
Η άνω τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν στην πρόταση εισαγωγικά ή παρένθεση, η άνω τελεία σημειώνεται έξω από την παρένθεση ή τα εισαγωγικά.
Παρατήρηση: Η χρήση της άνω τελείας έχει ατονήσει σήμερα· στη θέση της χρησιμοποιείται το κόμμα ή η τελεία. Ένας επιπλέον λόγος για την ολοένα και αραιότερη χρήση της, αποτελεί το γεγονός της μη παρουσία της στο τυποποιημένο πληκτρολόγιο των υπολογιστών. Η εισαγωγή στο κείμενο πρέπει να γίνει με ειδική πληκτρολόγηση. Το σύμβολο της άνω τελείας αντιστοιχεί στο συνδυασμό πλήκτρων Alt+0183 (με το αριθμητικό πληκτρολόγιο). Μια καλή πρακτική, για όσους χρησιμοποιούν κειμενογράφους που το επιτρέπουν, είναι να αντιστοιχηθεί στην άνω τελεία μια απλή λειτουργία αυτόματης διόρθωσης κειμένου · μια απλή, αποτελεσματική και ευκολομνημόνευτη αλληλουχία πλήκτρων είναι τα δύο συνεχόμενα κόμματα ",,".
Κόμμα ( , )
Το κόμμα χρησιμεύει συνήθως για να σημειώσουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα στο εσωτερικό της περιόδου, ή σε μεγάλες φράσεις για να δώσομε ευκαιρία σε αναπνοή, είτε για να κάνουμε το κείμενο να διαβάζετε ευκολότερα (λ.χ. σε θεατρικά κείμενα, διδακτικά βιβλία) ή για να προκαλέσουμε προσδοκία. Το κόμμα είναι το πιο συχνό σημείο της στίξης και η χρήση του είναι απαραίτητη προκειμένου ν' αποφεύγονται παρανοήσεις και η ανάγνωση, ή η απαγγελία, να γίνεται ευκολότερη. Αν και δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες για τη χρήση του κόμματος, σε γενικές γραμμές χρησιμεύει για να χωρίζουμε:
  • Μέσα στην πρόταση του όμοιους αναμεταξύ τους όρους, όταν του παραθέτουμε ασύνδετους, π.χ.: Η θάλασσα ήταν ήρεμη, γαλήνια, καθαρή.
Στην απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει και πριν το τελευταίο επίθετο, όταν αυτό προσδιορίζει το ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ' άλλα: Με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα. Αλλά δεν μπαίνει όταν το τελευταίο επίθετο αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα: Με κέρασε άσπρο παλιό κρασί.
  • Την παράθεση και κάθε είδους επεξήγηση:Άρχισε μια βροχή, κατακλυσμός.– Ο Όλυμπος, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ήταν κατοικία των θεών.
  • Την κλητική: Νίκο, σου στέλνω σήμερα το γράμμα.– Πήρα το γράμμα σου, κύριε Γιώργο, και χαίρομαι που είσαι καλά.
  • Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για τη σύνδεση με τα προηγούμενα:Ναι, θα φύγω.– Όχι, δε θέλω.– Τότε, θα συμφωνήσουμε (δηλ. αφού είναι έτσι).
  • Τις κύριες από δευτερεύουσες προτάσεις – τις αιτιολογικές, τελικές (εκτός όταν εισάγονται με το να), αποτελεσματικές, υποθετικές, εναντιωματικές, χρονικές ή που εισάγονται με το χωρίς να, ιδίως όταν αυτές προηγούνται ή όταν είναι μεγάλες, π.χ.: Δεν πρέπει να ξεκινήσομε, γιατί ο καιρός άρχισε να χαλά.– Αν θέλεις, έλα.– Χωρίς να το καταλάβω, μου πήραν το πορτοφόλι.
  • Τις πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις όταν προηγούνται του ρήματος: Το τι έκρυβε η στάση της, ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί. Αλλά: Ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί το τι έκρυβε η στάση της..
  • Το ρήμα και τον αμέσως κατόπι του εμπρόθετο προσδιορισμό που φανερώνει αντίθεση, π.χ.:Περισσότερο έβλαψε, παρά ωφέλησε.
  • Τις συμπλεκτικές προτάσεις, π.χ.: Δε θα πάω στα Χανιά, ούτε στο Ρέθυμνο.– Και γενναίοι άνθρωποι ήταν, και τον εαυτό τους πρόσεχαν.
  • Τις διαζευκτικές προτάσεις, π.χ.: Ή θα σωθούμε, ή θα χαθούμε.
  • Τις αντιθετικές προτάσεις, π.χ.: Δεν έχομε εμείς, μα κάτι θα γίνει.– Ναι μεν είναι ακριβότερο, αλλά είναι το καλύτερο για τη δουλειά μου.
  • Τις συμπερασματικές προτάσεις: Να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε... – Δεν είναι κακός, να (=ώστε να) μη μας δώσει νερό.
  • Το σύνδεσμο και, όταν αυτός έχει σημασία συνδέσμου που χρειάζεται κόμμα, π.χ.: Εσύ μαζεύεις, και (= ενώ) αυτός σκορπά.– Πήγαινε στο καλό, και (= γιατί) δε σ' έχω ανάγκη.
  • Τους όρους μιας πρότασης που συνδέονται με τους συνδέσμους ή, είτε, μήτε, ούτε, όταν είναι περισσότεροι των δυο: Ούτε ο Κώστας, ούτε ο Γιώργος, ούτε Μαρία κατάφεραν να λύσουν το γρίφο. Αλλά: Ούτε ο Μπάμπης ούτε ο Θωμάς είπαν την αλήθεια.
Η δυσκολότερη περίπτωση είναι η θέση ή μη του κόμματος πριν από αναφορική πρόταση που ακολουθεί το υποκείμενο, επειδή η λανθασμένη χρήση του κόμματος έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή του νοήματος της πρότασης:
Τα δέντρα του κήπου που είναι καρποφόρα χρειάζονται λίπασμα.
( Η αναφορική πρόταση εδώ προσδιορίζει άμεσα το υποκείμενο. Καθορίζει ποια δέντρα του κήπου χρειάζονται λίπασμα, δηλαδή όσα δέντρα είναι καρποφόρα και όχι όλα.
Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει. (= Πέταξαν μόνο εκείνα από τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει).
Τα δέντρα του κήπου, που είναι καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.
(Εδώ μπορεί να παραλειφθεί η αναφορική πρόταση χωρίς να προκύψει αλλοίωση του νοήματος· δηλαδή τα δέντρα του κήπου, που όπως γνωρίζουμε είναι όλα καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.)
Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει. (= Πέταξαν όλα τα ροδάκινα τα οποία είχαν σαπίσει).
Το κόμμα και τα άλλα σημεία της στίξης:
  • Όταν παραθέτουμε τα λόγια κάποιου άλλου σε εισαγωγικά, σημειώνουμε το κόμμα έξω από τα εισαγωγικά μόνο όταν το απαιτεί η πρόταση:Κατορθώσαμε να πει «παραδίνομαι», γιατί τον κουράσαμε πάρα πολύ.
    Αντίθετα, δεν χωρίζουμε με κόμμα τις παρένθετες προτάσεις, μικρές ή μεγάλες, που δηλώνουν ποιος είπε τα λόγια που βρίσκονται στα εισαγωγικά: «Είμαστε έθνος ανάδελφο» είπε ο Πρόεδρος.
    Αν, όμως, αυτού του είδους οι προτάσεις υπάρχουν σε διαλόγους χωρίς εισαγωγικά (εισάγονται δηλαδή με παύλες), χρησιμοποιούνται πάντα με κόμμα:
    – Μπορείτε να πιείτε νερό, μας είπε ο περβολάρης.
  • Δεν σημειώνουμε κόμμα αμέσως μετά το ερωτηματικό και το θαυμαστικό.
Δύο τελείες ( : )
ή διπλή τελεία
ή πάνω και κάτω τελεία
Οι δύο τελείες δηλώνουν ότι θ' ακολουθήσει παράθεμα από ξένο κείμενο, απόφθεγμα, παροιμία ή ευθύς λόγος. Χρησιμοποιείται ακόμη στις περιπτώσεις που αναλύομε ή ερμηνεύομε κάτι που έχομε καταγράψει, π.χ.: Σκεπτόμουν καθαρά τούτο: θα εκτελέσω όσο μπορώ καλύτερα το χρέος μου.
Η λέξη ύστερ' από τις δύο τελείες γράφεται με αρχικό γράμμα κεφαλαίο όταν οι δύο τελείες έχουν τη θέση τελείας.
Παύλα ( – )
Η παύλα δηλώνει αλλαγή του συνομιλητή σ' ένα γραπτό κείμενο διαλόγου όταν δεν χρησιμοποιούνται εισαγωγικά.
Επίσης χρησιμοποιείται για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ' ακόλουθα, π.χ.:Ξεκίνησαν – μα δε θα φτάσουν ποτέ!
Η χρήση της παύλας δείχνει απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση, π.χ.: Είδα το Μιχάλη προχθές – ο Γιάννης ήταν στο τηλέφωνο.
Η παύλα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στο τέλος μιας παραγράφου, αμέσως μετά την τελεία, δηλώνοντας ότι έχει ολοκληρωθεί ένα θέμα, μια νοηματική ενότητα. (Σημείωση: Από εδώ βγήκε και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελείωσε τελείως το ζήτημα.)
Επίσης, η παύλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάλογο, όταν διακόπτεται απότομα ο λόγος, σε αντίθεση με τα αποσιωπητικά, που δηλώνουν κυρίως: παύση, αποσιώπηση, αμηχανία κτλ.:
– Μπορώ να σας μιλή–
– Σταμάτα! Δεν σου επιτρέπω να μιλάς!

Παρένθεση
[ (  ) ]
Διπλή παύλα
( –   – )
Κοινό γνώρισμα και των δύο σημείων στίξης είναι ότι οι λέξεις που περικλείονται σ' αυτά παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μας, λιγότερο ενδιαφέρον. Έχουν όμως και διαφορές μεταξύ τους, τις ακόλουθες:
Η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν' απομονώσει λέξη ή φράση ολόκληρη που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα, π.χ.: «Ο Όμηρος (Οδύσσεια 490) εξυμνεί τη ζωή.»  «Το αυτοκίνητο (σαράβαλο) αγκομαχούσε στον ανήφορο...»
Παρένθεση χρησιμοποιούμε και μετά από μια περίοδο. Στις περιπτώσεις αυτές προηγείται άνω τελεία ή άλλο σημείο στίξης, π.χ.: «Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν· (Μαβίλης).»  «–Φοβάμαι κάτι χειρότερο! (φεύγουν από τη σκηνή).»
Η παρένθεση επίσης χρησιμεύει για να περικλείσει λέξεις ή φράσεις που μπορούν να παραλειφθούν. Αυτό συχνά το πετυχαίνομε και με τα κόμματα. Η παρένθεση πρέπει να χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή, όταν τα παρένθετα λόγια αποχωρίζονται καθαρά στο νόημα και στη διατύπωση από το υπόλοιπο κείμενο και δεν υπάρχει σ' αυτό λέξη που αναφέρεται στα λόγια μέσα στην παρένθεση.
Μέσα σε παρένθεση αναγράφονται οι παραπομπές: «Το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί», είπε ο Παύλος· (Προς Κορινθίους Β' 3.6).
Η παρένθεση μπορεί ν' ακολουθεί ή και να έχει κατόπι της άλλη στίξη, ιδίως κόμμα. Μπορεί και ν' αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα. Η τελεία  μπαίνει πριν κλείσει η παρένθεση όταν η παρένθεση αρχίζει με κεφαλαίο.
Η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να απομονωθεί μέρος της φράσης, όπως γίνεται και στην παρένθεση. Αυτό γίνεται ιδίως όταν όταν το μέρος αυτό δεν είναι τόσο δευτερότερο ώστε να κλειστεί σε παρένθεση. Το κλείσιμό του μέσα σε κόμματα θα μπορούσε να προκαλέσει ασάφεια, π.χ.: «Ο πατέρας μου –ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε– δεν ήθελε να με κάνει βοσκό.» Επίσης για προσθήκη ή επεξήγηση όπως και η παρένθεση.
Αγκύλες [  ]
Χρησιμοποιούνται για ν' απομονωθεί μια ένδειξη που βρίσκεται ήδη σε παρένθεση.
Εισαγωγικά ( « » )
Τα εισαγωγικά σημειώνονται στην αρχή και στο τέλος παραθεμάτων: Μου είπε: «Δε σε ξέρω καθόλου».
 Επίσης όταν αναφέρουμε λέξεις ή φράσεις που δεν ανήκουν στην κοινή γλώσσα ή που παίρνουν ένα ιδιαίτερο νόημα ή απόχρωση νοήματος στο λόγο μας: οι παλαιότεροι χρησιμοποιούσαν τη λέξη «σπουδαίος» με διαφορετικό νόημα· σήμαινε το μορφωμένο, το λόγιο.
Τίτλοι βιβλίων, θεατρικών έργων, ονόματα πλοίων, εφημερίδων, επιγραφές κτλ., τοποθετούνται μέσα σε εισαγωγικά.
Επίσης χρησιμοποιούνται για να δηλωθεί μεταφορική χρήση της γλώσσας καθώς και για σχόλιο, ειρωνεία.
Ύστερα από τα εισαγωγικά σημειώνεται, όταν χρειάζεται, η τελεία και η επάνω τελεία. Το κόμμα δε σημειώνεται, εκτός όταν με το κλείσιμο των εισαγωγικών τελειώνει φράση που απαιτεί κόμμα, π.χ.: «Είναι δυο η ώρα» είπε η Μαρία «τα μαγαζιά θα έχουν κλείσει».
Το ερωτηματικό και το θαυμαστικό σημειώνονται μέσα από τα εισαγωγικά του τέλους ( εκτός κι αν δεν ανήκουν στο κείμενο το κλεισμένο μέσα στα εισαγωγικά, και τότε μπαίνουν έξω από τα εισαγωγικά).
Όταν το κείμενο των εισαγωγικών συνεχίζεται και σε καινούργια παράγραφο, ξανασημειώνομε στην αρχή της τα εισαγωγικά του τέλους (»), ενώ η προηγούμενη παράγραφος κλείνει χωρίς εισαγωγικά.
Στη θέση των εισαγωγικών μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα παλιότερα πνεύματα δασεία και ψιλή, μονά ή διπλά ανεστραμμένα (‘ ’ ή “ ”), κυρίως όταν χρειάζεται να υπογραμμιστεί μια λέξη ή φράση, που βρίσκεται ήδη μέσα σε εισαγωγικά.
Όταν ένα τμήμα κειμένου που βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά περιλαμβάνει λέξεις ή προτάσεις που πρέπει να κλειστούν σε άλλα εισαγωγικά, τότε χρησιμοποιούμε τα «ανωφερή εισαγωγικά» ή «διπλά κόμματα» (“ ” ή “ „).
Τα εισαγωγικά δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν σε λέξεις που τυπώνονται με διαφορετική γραμματοσειρά. Αυτό συνήθως εφαρμόζεται στις περιπτώσεις παράθεσης μίας λέξης ή ενός τίτλου βιβλίου κτλ.
Εισαγωγικά επίσης χρησιμοποιούμαι στους διαλόγους, όταν δεν γίνεται χρήση της παύλας (για να διακρίνονται τα πρόσωπα):
«Τι είναι η ζωή;» μονολόγησε ο γερο-Θόδωρος.
«Ένα ποτήρι νερό» συμπλήρωσε ο Γιάννης.
Όταν στους διαλόγους χρησιμοποιούνται παύλες, παραθέτουμε σε εισαγωγικά τους εσωτερικούς διαλόγους· δηλαδή, τα λόγια που σκέφτονται ή ανακαλούν τα πρόσωπα των διαλόγων:
– Περάστε, κύριε Γιώργο. Εδώ έχει δροσιά.
«Είναι καλύτερα να περάσω τώρα» σκέφτηκε ο κυρ-Γιώργος.
–Φχαριστώ κυρα-Φρόσω, έρχομαι.
Ομοιωματικά
( » )
Σημειώνονται για να μην επαναληφθεί λέξη που γράφτηκε ακριβώς στο ίδιο σημείο της προηγούμενης σειράς γραπτού κειμένου.
Θαυμαστικό
( ! )
Χρησιμοποιείται ύστερα από ένα επιφώνημα ή μια έκφραση που δηλώνει θαυμασμό, προσταγή, χαρά, ελπίδα, φόβο, ένα ξαφνικό αίσθημα, πάθος ή άλλο συναίσθημα, π.χ.: Ζήτω! Μακάρι! Πήγαινε! Ντροπή! Ίσια το τιμόνι! πρόσταξε ο πατέρας.
Το θαυμαστικό που δηλώνει ειρωνεία ή που σημειώνεται για να υπογραμμιστεί κάτι απίστευτο ή ανόητο, και που αναφέρεται σε λέξη μόνο της πρότασης, το βάζομε σε παρένθεση, π.χ.: Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα(!) στον Όλυμπο.– Η Σούλα είναι σπουδαία(!) νοικοκυρά.
Σημειώνουμε θαυμαστικό και σε προτάσεις ερωτηματικού τύπου αλλά πραγματικά επιφωνηματικές, π.χ.: Που καταντήσαμε! Και πιστεύεις κι εσύ τέτοια πράματα!
Το θαυμαστικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ' αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Ζήτω η Ελλάδα!» βροντοφώναξε.– Και ποιος δε θυμάται του Λεωνίδα το «μολών λαβέ»!
Η λέξη ύστερα από θαυμαστικό (εκτός όταν αυτό συνοδεύει ένα επιφώνημα) γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Ίσια τα πανιά!» πρόσταξε ο καπετάνιος.
Όταν η επιφωνηματική πρόταση αρχίζει από επιφώνημα, παραλείπουμε συνήθως από αυτό το θαυμαστικό: Αχ, και να φυσούσε λίγο!
Τα επιφωνήματα που παρατείνουν το τελευταίο φωνήεν, γράφονται κιόλας έτσι, π.χ.: άαα! ήταν φανταστικό!, έεε! πρόσεχε!, ώωω! την πατήσαμε!, άααχ!, πωπώωω!, όφουουου!, όχουουου!, άουουου! κτλ.
Το θαυμαστικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
Για το θαυμαστικό ισχύουν τα ίδια που ισχύουν για το ερωτηματικό.
Ερωτηματικό
( ; )
Τοποθετείται στο τέλος κάθε ευθείας ερωτηματικής πρότασης, π.χ.: Θα πάμε για καφέ;– Είναι καλός χτίστης ο Γιάννης;
Η πλάγια ερώτηση δε χρειάζεται ερωτηματικό, π.χ.: Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα.– Δεν έμαθα που πήγε.
Τοποθετημένο μετά μια λέξη, σε παρένθεση, δηλώνει ειρωνεία ή αμφιβολία ή αμφισβήτηση, π.χ.: Περηφανευόταν πως ήταν ο καλύτερος(;) κυνηγός.
Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία, όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση: Θέλεις να μείνεις μόνος, να υποφέρεις, να καταντήσεις αλκοολικός; Αλλά: Γιατί άργησες; πού ήσουν; τι έκανες; (Παρατήρηση: στην περίπτωση μικρών προτάσεων δεν είναι αναγκαίο το πρώτο γράμμα μετά το ερωτηματικό να είναι κεφαλαίο. Αλλά: Μάνα τι έχεις και βογκάς; Τι κακό σου 'καμε ο γιος σου; Σε παράκουσε, λόγο σου αντιγύρισε ποτέ;
Οι διμερείς (ή πολυμερείς) ερωτήσεις παίρνουν ερωτηματικό στο πρώτο μέρος και τελεία στο δεύτερο, που διαζευγνύετε από το πρώτο, π.χ.: Έρχεσαι σα φίλος; ή σαν εχθρός.– Αυτό είναι κουνουπίδι; είναι λάχανο; ή είναι μπρόκολο.
Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ' αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Πού πάμε;» βροντοφώναξε.– Ποιος είπε το «μολών λαβέ»;
Η λέξη ύστερα από ερωτηματικό γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Είστε καλά;» ξαναρώτησε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Το ερωτηματικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
  • Δεν μπαίνει ποτέ κόμμα μετά από ερωτηματικό:– Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία; με ρώτησε γελώντας πονηρά.
    Παρατήρηση: η ίδια πρόταση μπορεί να γραφεί ισοδύναμα με τη χρήση του κόμματος, αλλά χρησιμοποιώντας εισαγωγικά: «Πάλι πήρες άδεια από τη σημαία;» με ρώτησε γελώντας πονηρά.
  • Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα στην παρένθεση, στα εισαγωγικά, τις διπλές παύλες κτλ., μόνον όταν ολόκληρη η ευθεία ερώτηση είναι παρενθετική: Μας άφησε να σκεφτόμαστε διάφορα (μήπως ήταν κι η πρώτη φορά;), πριν μας εξηγήσει ...
  • Όταν υπάρχουν αποσιωπητικά, το ερωτηματικό σημειώνεται πριν από αυτά:
    – Είναι λογικό να μη μας λέει τίποτα;...
  • Όταν υπάρχουν εισαγωγικά, το ερωτηματικό μπαίνει  μέσα σ' αυτά, εκτός κι αν δεν ανήκει στο κείμενο που βρίσκεται μέσα σ' αυτά: «Τι καιρό κάνει σήμερα;» με ρώτησε η Μαρία.
    Αλλά: Σε ρώτησε πράγματι «Τι καιρό κάνει σήμερα;»; Η Μαρία με ρώτησε: «Τι καιρό κάνει σήμερα;».
Αποσιωπητικά ( ... )
Τα αποσιωπητικά σημειώνονται όταν δεν τελειώνουμε τη φράση. Επίσης όταν σε παράθεμα από συγγραφέα παραλείπομε ένα τμήμα φράσης ή και φράσεις ολόκληρες· στις περιπτώσεις αυτές τα αποσιωπητικά τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες: Για την απάντηση στο ερώτημα των εξετάσεων, δείτε στη σελίδα 41 του βιβλίου την παράγραφο: «Από τη σοβαρότητα [...] είναι επανάσταση των ιδεών.».
Με τα αποσιωπητικά δηλώνεται επίσης θαυμασμός, ειρωνεία, συγκίνηση, φόβος, δισταγμός, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή κτλ., για όσα θα σημειωθούν αμέσων κατόπιν, π.χ.: «Μην ξανάρθεις αδιάβαστος, γιατί...»  «Κι έπειτα... έπειτα όλα τέλειωσαν.»
Aποσιωπητικά σημειώνομε, σ' ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από θαυμαστικό ή ερωτηματικό, στις περιπτώσεις αυτές δείχνουν ένα σταμάτημα στην ομιλία, π.χ.: «Και τι δε θα 'κανα! ... Φτάνει να μ' άφηνες.» «Πώς μας θωρείς ακίνητος; ...»
Αποσιωπητικά χρησιμοποιούμε και στην περίπτωση δισταχτικής ομιλίας, χωρίς ν' αποσιωπούμε τίποτα, προκειμένου να τονιστούν εκείνα που θ' ακολουθήσουν.
Σημείωση: Η αγγλική ονομασία των αποσιωπητικών (ellipsis) και ο αντίστοιχος δεκαδικός κωδικός ASCII, μου υποδείχθηκαν από τον Σεμπαστιάν Νικολάου (www.sebdesign.eu), τον οποίο και ευχαριστώ.
Αστερίσκος
( * )
Στο τέλος μιας λέξης δηλώνει παραπομπή σε υποσημείωση κειμένου. Σε φιλολογικά κείμενα στην αρχή μια λέξης δηλώνει ότι η λέξη είναι υποθετική. Κοντά σε μια χρονολογία δηλώνει τη γέννηση ενός προσώπου.
Ενωτικό ( - )
Βάζουμε ενωτικό στο τέλος της αράδας όταν η λέξη δε χωράει ολόκληρη και θα πρέπει να συλλαβιστεί.
Σημειώνεται ενωτικό συνήθως σε μακρόσυρτες συνθέσεις λέξεων: κοινωνικο-οικονομικός. Απαραίτητο είναι όταν σε περίπτωση βραχυλογίας χρησιμοποιούνται δύο παράλληλες λέξεις: πρωί-βράδυ, μέρα-νύχτα.
Βάζουμε ενωτικό ύστερα από τα προταχτικά: αγια-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-, όταν πάνε μπροστά από κύριο όνομα, π.χ.: αγια-Μαρίνα, αϊ-Γιώργης, γερο-Δήμος, κυρα-Ρήνη, μαστρο-Νικόλας, μπαρμπα-Γιάννης, παπα-Κωστής κτλ. Οι προταχτικές λέξεις δεν παίρνουν τόνο.
Χρησιμοποιούμε ενωτικό στην απαρίθμηση ή παράθεση σταθμών δρομολογίων, π.χ.: Η γραμμή Ηρακλείου - Χανίων. Το ταξίδι Πειραιά - Ηράκλειο διαρκεί δέκα ώρες.
Τοποθετούμε ενωτικό στα σύνθετα παραθετικά, δηλαδή σε ονοματικά σύνολα που αποτελούνται από δύο ομοιόπτωτες λέξεις με ιδιαίτερη σημασιολογική σημασία, π.χ.: ταξίδι-αστραπή, λέξη-κλειδί, πλοίο-φάντασμα κτλ.
Στις περιπτώσεις ελληνικών ή ξενικών κυρίων ανθρωπονυμικών ονομάτων που αποτελούνται από δύο μικρά ονόματα, σημειώνεται το ενωτικό μόνο όταν χρησιμοποιούνται και τα δύο μαζί για να προσδιορίσουν τον ίδιο άνθρωπο: Ζακ-Υβ Κουστό, Αντρέ-Μαρί Αμπέρ, Άννα-Μαρία κτλ. Αντίθετα, όταν υπάρχουν δύο μικρά ονόματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, τότε το ενωτικό δε σημειώνεται: Αντώνιος Εμμανουήλ Κατακουζηνός, Ηλέκτρα Ελένη Μαυρογένη· αλλά, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης.
Το ενωτικό χρησιμοποιείται σ' όλες τις περιπτώσεις των ελληνικών ονομάτων με δύο επώνυμα: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Κατερίνα Περισυνάκη-Κουτρούλη.
Βάζουμε ενωτικό σε εμπορικούς τίτλους ή επωνυμίες επιχειρήσεων, π.χ.: Αγραφιώτης - Πουρνάρας και Σία.
Το ενωτικό σημειώνεται στο τέλος ή στην αρχή ενός γλωσσικού τύπου, για να δειχτεί πως αυτός δε γράφεται ολόκληρος: μονο-, δηλαδή λέξεις που αρχίζουν από το μονο.
Σημειώνουμε το ενωτικό σε φράσεις που λειτουργούν ως ένα όνομα: το σ' αγαπώ-σε-μισώ, ο φίλος μου ο Αυτός-που-γίνεται-τύφλα κτλ.
Δεν παίρνουν ενωτικό τα κυρ, πάτερ και καπετάν, π.χ:: ο κυρ Αντώνης, ο πάτερ Γεώργιος, ο καπετάν Μιχάλης κτλ.
Το ενωτικό ανάμεσα σε όμοιες λέξεις συνήθως αποφεύγεται, π.χ.: Προχώρα σιγά σιγά. Περπατούσαμε άκρη άκρη στο δρόμο.
Υποδιαστολή
( , )
Σημειώνεται στην αναφορική αντωνυμία ό,τι (= καθετί) και στο χρονικό σύνδεσμο ό,τι (= μόλις): ό,τι μου πεις θα το κάμω.–  Ό,τι ήρθε.
Σ' ένα δεκαδικό αριθμό χωρίζει το ακέραιο μέρος από το δεκαδικό: (3,14).
Απόστροφος
( ' )
Σημειώνεται στην έκθλιψη: απ' αυτά· στην αφαίρεση: μου 'πε· στην αποκοπή: φέρ' το.
Παράγραφος ( §)
Δηλώνεται μικρή διακοπή στο λόγο, ιδίως όταν ο λόγος προχωρεί σε διαφορετικό κύκλο ιδεών. Η έναρξη παραγράφου δηλώνεται με αλλαγή σειράς, και το ξεκίνημα της γραφής λίγο πιο μέσα από τη συνηθισμένη αρχή της σειράς.
Συν, πλην ( ± )
Όταν βρίσκεται κοντά σε μια χρονολογία, σημαίνει το περίπου, τη μη βεβαιότητα σε σχέση με τη χρονολογία.
Αριθμοί και σημεία στίξης
Το κόμμα χρησιμοποιείται για να χωρίζει τις ακέραιες μονάδες από το δεκαδικό μέρος του αριθμού. Οι πολυψήφιοι αριθμοί παριστάνονται ανά ομάδες τριών ψηφίων· κάθε ομάδα τριών ψηφίων χωρίζεται από την προηγούμενη ή την επόμενη με σταθερό ημιδιάστημα. Τα δεκαδικά ψηφία δεν χωρίζονται μεταξύ τους. Εναλλακτικά, στη  θέση του ημιδιαστήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η τελεία. Για παράδειγμα:
Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο περιοχών είναι 1 256 456,1256 μέτρα. Το βάρος του χαμένου φορτίου ήταν 2.526.253,145 κιλά.
Ο διαχωρισμός σε ομάδες των τριών ψηφίων δεν συνηθίζεται στην περίπτωση των χρονολογιών. Για παράδειγμα:
Η Επανάσταση του 1821. Η καταστροφή του συντελέστηκε το 4500 π.Χ. Η περιοχή κατοικήθηκε πολύ πριν το 10500 π.Χ.ΠΗΓΗ:ilosofia-filologia.blogspot.gr/2016/08/blog-post_29.html?spref=fb