ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ-ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΧΡΗΣΗΣ
ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ ΚΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥΣ
Τελεία ( . )
|
Η τελεία ανταποκρίνεται σε σταμάτημα ή κατέβασμα της φωνής. Σημειώνεται:
στο τέλος μια πρότασης και δείχνει πως ό,τι ειπώθηκε έχει ακέραιο νόημα: Το αυτοκίνητο είναι άσπρο.
ύστερα από μια συντομογραφία: π.χ., κτλ. Εξαιρούνται μερικές συντομογραφίες που σχετίζονται με τις διευθύνσεις του ορίζοντα, που δεν την παίρνουν, π.χ.: Α= Ανατολή, ανατολικός, ανατολικά, ΝΔ = νοτιοδυτικός, νοτιοδυτικά κτλ. Όταν πρόκειται, όμως, για προσδιορισμό τόπων, προσθέτουμε στις συντομογραφίες Α, Β κτλ. μια τελεία: η Β. Αμερική, η Ν. Ευρώπη κτλ.
σε πολυψήφιους αριθμούς, χωρίζοντας σε τριάδες τα ψηφία με αρχή από τα δεξιά (π.χ., 2.234.456). Οι τετραψήφιοι αριθμοί και οι χρονολογίες δε χρειάζονται τελεία (π.χ., 1821).
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί τελεία μετά από ένα απόλυτο αριθμητικό για να νοηθεί ως τακτικό: 9. = ένατος. (Η χρήση αυτή είναι σπάνια.)
Η τελεία του τέλους δε σημειώνεται σε τίτλους βιβλίων, σ' επιγραφές και σ' επικεφαλίδες.
Η τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν εισαγωγικά στο κείμενο, η τελεία σημειώνεται πάντα έξω από αυτά. Το ίδιο ισχύει στις περιπτώσεις χρήσης παρενθέσεων, αγκυλών κτλ. Ωστόσο, όταν μέσα στην παρένθεση υπάρχει ολόκληρη περίοδος, τότε η τελεία σημειώνεται μέσα στην παρένθεση.
Τελεία δεν σημειώνεται μετά το ερωτηματικό, το θαυμαστικό και τα αποσιωπητικά.
| ||||||||
Η άνω τελεία δηλώνει αρκετά στενό νοηματικό σύνδεσμο με τα προηγούμενα και χρησιμεύει για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή παρά με την τελεία και μεγαλύτερη παρά με το κόμμα. Ειδικότερα η άνω τελεία:
Μέσα στην περίοδο χωρίζει ομάδες από προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές χωρίζονται μεταξύ τους με κόμματα, π.χ.: Του Αισχύλου σώζονται τρεις τραγωδίες από τον τρωικό κύκλο, ο Αγαμέμνονας, οι Χοηφόρες, οι Ευμενίδες· του Σοφοκλή, ο Αίας, η Ηλέκτρα και ο Φιλοκτήτης.
Στο εσωτερικό μιας φράσης χωρίζει δυο μέρη της που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά και που έχουν διαφορές, ιδίως όταν το δεύτερο επεξηγεί ή έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο, π.χ.: Αυτός δεν ήταν άνθρωπος· ήτανε θεριό, δράκος, του βουνού στοιχειό. Του πατέρα σου, όταν έλθης,/ δε θα βρης παρά τον τάφο·/ είμαι ομπρός του και σου γράφω/ μέρα πρώτη του Μαγιού. (Σολωμός).
Η άνω τελεία και τα άλλα σημεία της στίξης:
Όταν υπάρχουν στην πρόταση εισαγωγικά ή παρένθεση, η άνω τελεία σημειώνεται έξω από την παρένθεση ή τα εισαγωγικά.
Παρατήρηση: Η χρήση της άνω τελείας έχει ατονήσει σήμερα· στη θέση της χρησιμοποιείται το κόμμα ή η τελεία. Ένας επιπλέον λόγος για την ολοένα και αραιότερη χρήση της, αποτελεί το γεγονός της μη παρουσία της στο τυποποιημένο πληκτρολόγιο των υπολογιστών. Η εισαγωγή στο κείμενο πρέπει να γίνει με ειδική πληκτρολόγηση. Το σύμβολο της άνω τελείας αντιστοιχεί στο συνδυασμό πλήκτρων Alt+0183 (με το αριθμητικό πληκτρολόγιο). Μια καλή πρακτική, για όσους χρησιμοποιούν κειμενογράφους που το επιτρέπουν, είναι να αντιστοιχηθεί στην άνω τελεία μια απλή λειτουργία αυτόματης διόρθωσης κειμένου · μια απλή, αποτελεσματική και ευκολομνημόνευτη αλληλουχία πλήκτρων είναι τα δύο συνεχόμενα κόμματα ",,".
| |||||||||
Το κόμμα χρησιμεύει συνήθως για να σημειώσουμε λογικό χωρισμό και μικρό σταμάτημα στο εσωτερικό της περιόδου, ή σε μεγάλες φράσεις για να δώσομε ευκαιρία σε αναπνοή, είτε για να κάνουμε το κείμενο να διαβάζετε ευκολότερα (λ.χ. σε θεατρικά κείμενα, διδακτικά βιβλία) ή για να προκαλέσουμε προσδοκία. Το κόμμα είναι το πιο συχνό σημείο της στίξης και η χρήση του είναι απαραίτητη προκειμένου ν' αποφεύγονται παρανοήσεις και η ανάγνωση, ή η απαγγελία, να γίνεται ευκολότερη. Αν και δεν υπάρχουν απόλυτοι κανόνες για τη χρήση του κόμματος, σε γενικές γραμμές χρησιμεύει για να χωρίζουμε:
Στην απαρίθμηση επιθέτων μπρος από ένα ουσιαστικό το κόμμα μπαίνει και πριν το τελευταίο επίθετο, όταν αυτό προσδιορίζει το ουσιαστικό ακριβώς όπως και τ' άλλα: Με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα. Αλλά δεν μπαίνει όταν το τελευταίο επίθετο αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν τα προηγούμενα επίθετα: Με κέρασε άσπρο παλιό κρασί.
Η δυσκολότερη περίπτωση είναι η θέση ή μη του κόμματος πριν από αναφορική πρόταση που ακολουθεί το υποκείμενο, επειδή η λανθασμένη χρήση του κόμματος έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή του νοήματος της πρότασης:
Τα δέντρα του κήπου που είναι καρποφόρα χρειάζονται λίπασμα.
( Η αναφορική πρόταση εδώ προσδιορίζει άμεσα το υποκείμενο. Καθορίζει ποια δέντρα του κήπου χρειάζονται λίπασμα, δηλαδή όσα δέντρα είναι καρποφόρα και όχι όλα. Πέταξαν τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει. (= Πέταξαν μόνο εκείνα από τα ροδάκινα που είχαν σαπίσει).
Τα δέντρα του κήπου, που είναι καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.
(Εδώ μπορεί να παραλειφθεί η αναφορική πρόταση χωρίς να προκύψει αλλοίωση του νοήματος· δηλαδή τα δέντρα του κήπου, που όπως γνωρίζουμε είναι όλα καρποφόρα, χρειάζονται λίπασμα.) Πέταξαν τα ροδάκινα, που είχαν σαπίσει. (= Πέταξαν όλα τα ροδάκινα τα οποία είχαν σαπίσει).
Το κόμμα και τα άλλα σημεία της στίξης:
| |||||||||
ή διπλή τελεία
ή πάνω και κάτω τελεία
|
Οι δύο τελείες δηλώνουν ότι θ' ακολουθήσει παράθεμα από ξένο κείμενο, απόφθεγμα, παροιμία ή ευθύς λόγος. Χρησιμοποιείται ακόμη στις περιπτώσεις που αναλύομε ή ερμηνεύομε κάτι που έχομε καταγράψει, π.χ.: Σκεπτόμουν καθαρά τούτο: θα εκτελέσω όσο μπορώ καλύτερα το χρέος μου.
Η λέξη ύστερ' από τις δύο τελείες γράφεται με αρχικό γράμμα κεφαλαίο όταν οι δύο τελείες έχουν τη θέση τελείας.
| ||||||||
Η παύλα δηλώνει αλλαγή του συνομιλητή σ' ένα γραπτό κείμενο διαλόγου όταν δεν χρησιμοποιούνται εισαγωγικά.
Επίσης χρησιμοποιείται για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ' ακόλουθα, π.χ.: Ξεκίνησαν – μα δε θα φτάσουν ποτέ!
Η χρήση της παύλας δείχνει απότομη αλλαγή ή ανακολουθία στη φράση, π.χ.: Είδα το Μιχάλη προχθές – ο Γιάννης ήταν στο τηλέφωνο.
Η παύλα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στο τέλος μιας παραγράφου, αμέσως μετά την τελεία, δηλώνοντας ότι έχει ολοκληρωθεί ένα θέμα, μια νοηματική ενότητα. (Σημείωση: Από εδώ βγήκε και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελείωσε τελείως το ζήτημα.)
Επίσης, η παύλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάλογο, όταν διακόπτεται απότομα ο λόγος, σε αντίθεση με τα αποσιωπητικά, που δηλώνουν κυρίως: παύση, αποσιώπηση, αμηχανία κτλ.:
– Μπορώ να σας μιλή– – Σταμάτα! Δεν σου επιτρέπω να μιλάς! | |||||||||
[ ( ) ]
Διπλή παύλα
( – – )
|
Κοινό γνώρισμα και των δύο σημείων στίξης είναι ότι οι λέξεις που περικλείονται σ' αυτά παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μας, λιγότερο ενδιαφέρον. Έχουν όμως και διαφορές μεταξύ τους, τις ακόλουθες:
Η παρένθεση χρησιμεύει για να περικλείσει και ν' απομονώσει λέξη ή φράση ολόκληρη που επεξηγεί ή συμπληρώνει τα λεγόμενα, π.χ.: «Ο Όμηρος (Οδύσσεια 490) εξυμνεί τη ζωή.» «Το αυτοκίνητο (σαράβαλο) αγκομαχούσε στον ανήφορο...»
Παρένθεση χρησιμοποιούμε και μετά από μια περίοδο. Στις περιπτώσεις αυτές προηγείται άνω τελεία ή άλλο σημείο στίξης, π.χ.: «Θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν· (Μαβίλης).» «–Φοβάμαι κάτι χειρότερο! (φεύγουν από τη σκηνή).»
Η παρένθεση επίσης χρησιμεύει για να περικλείσει λέξεις ή φράσεις που μπορούν να παραλειφθούν. Αυτό συχνά το πετυχαίνομε και με τα κόμματα. Η παρένθεση πρέπει να χρησιμοποιείται στην περίπτωση αυτή, όταν τα παρένθετα λόγια αποχωρίζονται καθαρά στο νόημα και στη διατύπωση από το υπόλοιπο κείμενο και δεν υπάρχει σ' αυτό λέξη που αναφέρεται στα λόγια μέσα στην παρένθεση.
Μέσα σε παρένθεση αναγράφονται οι παραπομπές: «Το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί», είπε ο Παύλος· (Προς Κορινθίους Β' 3.6).
Η παρένθεση μπορεί ν' ακολουθεί ή και να έχει κατόπι της άλλη στίξη, ιδίως κόμμα. Μπορεί και ν' αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα. Η τελεία μπαίνει πριν κλείσει η παρένθεση όταν η παρένθεση αρχίζει με κεφαλαίο.
Η διπλή παύλα χρησιμοποιείται για να απομονωθεί μέρος της φράσης, όπως γίνεται και στην παρένθεση. Αυτό γίνεται ιδίως όταν όταν το μέρος αυτό δεν είναι τόσο δευτερότερο ώστε να κλειστεί σε παρένθεση. Το κλείσιμό του μέσα σε κόμματα θα μπορούσε να προκαλέσει ασάφεια, π.χ.: «Ο πατέρας μου –ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε– δεν ήθελε να με κάνει βοσκό.» Επίσης για προσθήκη ή επεξήγηση όπως και η παρένθεση.
| ||||||||
Χρησιμοποιούνται για ν' απομονωθεί μια ένδειξη που βρίσκεται ήδη σε παρένθεση.
| |||||||||
Τα εισαγωγικά σημειώνονται στην αρχή και στο τέλος παραθεμάτων: Μου είπε: «Δε σε ξέρω καθόλου».
Επίσης όταν αναφέρουμε λέξεις ή φράσεις που δεν ανήκουν στην κοινή γλώσσα ή που παίρνουν ένα ιδιαίτερο νόημα ή απόχρωση νοήματος στο λόγο μας: οι παλαιότεροι χρησιμοποιούσαν τη λέξη «σπουδαίος» με διαφορετικό νόημα· σήμαινε το μορφωμένο, το λόγιο.
Τίτλοι βιβλίων, θεατρικών έργων, ονόματα πλοίων, εφημερίδων, επιγραφές κτλ., τοποθετούνται μέσα σε εισαγωγικά.
Επίσης χρησιμοποιούνται για να δηλωθεί μεταφορική χρήση της γλώσσας καθώς και για σχόλιο, ειρωνεία.
Ύστερα από τα εισαγωγικά σημειώνεται, όταν χρειάζεται, η τελεία και η επάνω τελεία. Το κόμμα δε σημειώνεται, εκτός όταν με το κλείσιμο των εισαγωγικών τελειώνει φράση που απαιτεί κόμμα, π.χ.: «Είναι δυο η ώρα» είπε η Μαρία «τα μαγαζιά θα έχουν κλείσει».
Το ερωτηματικό και το θαυμαστικό σημειώνονται μέσα από τα εισαγωγικά του τέλους ( εκτός κι αν δεν ανήκουν στο κείμενο το κλεισμένο μέσα στα εισαγωγικά, και τότε μπαίνουν έξω από τα εισαγωγικά).
Όταν το κείμενο των εισαγωγικών συνεχίζεται και σε καινούργια παράγραφο, ξανασημειώνομε στην αρχή της τα εισαγωγικά του τέλους (»), ενώ η προηγούμενη παράγραφος κλείνει χωρίς εισαγωγικά.
Στη θέση των εισαγωγικών μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα παλιότερα πνεύματα δασεία και ψιλή, μονά ή διπλά ανεστραμμένα (‘ ’ ή “ ”), κυρίως όταν χρειάζεται να υπογραμμιστεί μια λέξη ή φράση, που βρίσκεται ήδη μέσα σε εισαγωγικά.
Όταν ένα τμήμα κειμένου που βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά περιλαμβάνει λέξεις ή προτάσεις που πρέπει να κλειστούν σε άλλα εισαγωγικά, τότε χρησιμοποιούμε τα «ανωφερή εισαγωγικά» ή «διπλά κόμματα» (“ ” ή “ „).
Τα εισαγωγικά δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθούν σε λέξεις που τυπώνονται με διαφορετική γραμματοσειρά. Αυτό συνήθως εφαρμόζεται στις περιπτώσεις παράθεσης μίας λέξης ή ενός τίτλου βιβλίου κτλ.
Εισαγωγικά επίσης χρησιμοποιούμαι στους διαλόγους, όταν δεν γίνεται χρήση της παύλας (για να διακρίνονται τα πρόσωπα):
«Τι είναι η ζωή;» μονολόγησε ο γερο-Θόδωρος. «Ένα ποτήρι νερό» συμπλήρωσε ο Γιάννης.
Όταν στους διαλόγους χρησιμοποιούνται παύλες, παραθέτουμε σε εισαγωγικά τους εσωτερικούς διαλόγους· δηλαδή, τα λόγια που σκέφτονται ή ανακαλούν τα πρόσωπα των διαλόγων:
– Περάστε, κύριε Γιώργο. Εδώ έχει δροσιά. «Είναι καλύτερα να περάσω τώρα» σκέφτηκε ο κυρ-Γιώργος. –Φχαριστώ κυρα-Φρόσω, έρχομαι. | |||||||||
( » )
|
Σημειώνονται για να μην επαναληφθεί λέξη που γράφτηκε ακριβώς στο ίδιο σημείο της προηγούμενης σειράς γραπτού κειμένου.
| ||||||||
( ! )
|
Χρησιμοποιείται ύστερα από ένα επιφώνημα ή μια έκφραση που δηλώνει θαυμασμό, προσταγή, χαρά, ελπίδα, φόβο, ένα ξαφνικό αίσθημα, πάθος ή άλλο συναίσθημα, π.χ.: Ζήτω! Μακάρι! Πήγαινε! Ντροπή! Ίσια το τιμόνι! πρόσταξε ο πατέρας.
Το θαυμαστικό που δηλώνει ειρωνεία ή που σημειώνεται για να υπογραμμιστεί κάτι απίστευτο ή ανόητο, και που αναφέρεται σε λέξη μόνο της πρότασης, το βάζομε σε παρένθεση, π.χ.: Λέει πως ανέβηκε σε μια ώρα(!) στον Όλυμπο.– Η Σούλα είναι σπουδαία(!) νοικοκυρά.
Σημειώνουμε θαυμαστικό και σε προτάσεις ερωτηματικού τύπου αλλά πραγματικά επιφωνηματικές, π.χ.: Που καταντήσαμε! Και πιστεύεις κι εσύ τέτοια πράματα!
Το θαυμαστικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ' αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Ζήτω η Ελλάδα!» βροντοφώναξε.– Και ποιος δε θυμάται του Λεωνίδα το «μολών λαβέ»!
Η λέξη ύστερα από θαυμαστικό (εκτός όταν αυτό συνοδεύει ένα επιφώνημα) γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Ίσια τα πανιά!» πρόσταξε ο καπετάνιος.
Όταν η επιφωνηματική πρόταση αρχίζει από επιφώνημα, παραλείπουμε συνήθως από αυτό το θαυμαστικό: Αχ, και να φυσούσε λίγο!
Τα επιφωνήματα που παρατείνουν το τελευταίο φωνήεν, γράφονται κιόλας έτσι, π.χ.: άαα! ήταν φανταστικό!, έεε! πρόσεχε!, ώωω! την πατήσαμε!, άααχ!, πωπώωω!, όφουουου!, όχουουου!, άουουου! κτλ.
Το θαυμαστικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
Για το θαυμαστικό ισχύουν τα ίδια που ισχύουν για το ερωτηματικό.
| ||||||||
( ; )
|
Τοποθετείται στο τέλος κάθε ευθείας ερωτηματικής πρότασης, π.χ.: Θα πάμε για καφέ;– Είναι καλός χτίστης ο Γιάννης;
Η πλάγια ερώτηση δε χρειάζεται ερωτηματικό, π.χ.: Με ρώτησε γιατί δεν τον περίμενα.– Δεν έμαθα που πήγε.
Τοποθετημένο μετά μια λέξη, σε παρένθεση, δηλώνει ειρωνεία ή αμφιβολία ή αμφισβήτηση, π.χ.: Περηφανευόταν πως ήταν ο καλύτερος(;) κυνηγός.
Σε σειρά από ερωτήσεις σημειώνεται το ερωτηματικό μόνο στην τελευταία, όταν οι ερωτήσεις απαιτούν την ίδια απάντηση: Θέλεις να μείνεις μόνος, να υποφέρεις, να καταντήσεις αλκοολικός; Αλλά: Γιατί άργησες; πού ήσουν; τι έκανες; (Παρατήρηση: στην περίπτωση μικρών προτάσεων δεν είναι αναγκαίο το πρώτο γράμμα μετά το ερωτηματικό να είναι κεφαλαίο. Αλλά: Μάνα τι έχεις και βογκάς; Τι κακό σου 'καμε ο γιος σου; Σε παράκουσε, λόγο σου αντιγύρισε ποτέ;
Οι διμερείς (ή πολυμερείς) ερωτήσεις παίρνουν ερωτηματικό στο πρώτο μέρος και τελεία στο δεύτερο, που διαζευγνύετε από το πρώτο, π.χ.: Έρχεσαι σα φίλος; ή σαν εχθρός.– Αυτό είναι κουνουπίδι; είναι λάχανο; ή είναι μπρόκολο.
Το ερωτηματικό σημειώνεται μέσα από τα εισαγωγικά όταν ανήκει στα λόγια που κλείνονται σ' αυτά, και έξω από αυτά όταν ανήκει στο κείμενο που εισάγει τα ξένα λόγια, π.χ.: «Πού πάμε;» βροντοφώναξε.– Ποιος είπε το «μολών λαβέ»;
Η λέξη ύστερα από ερωτηματικό γράφεται με κεφαλαίο στην αρχή. Συνεχίζομε με μικρό γράμμα, όταν η συνέχεια συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: «Είστε καλά;» ξαναρώτησε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Το ερωτηματικό και τα άλλα σημεία της στίξης:
| ||||||||
Τα αποσιωπητικά σημειώνονται όταν δεν τελειώνουμε τη φράση. Επίσης όταν σε παράθεμα από συγγραφέα παραλείπομε ένα τμήμα φράσης ή και φράσεις ολόκληρες· στις περιπτώσεις αυτές τα αποσιωπητικά τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες: Για την απάντηση στο ερώτημα των εξετάσεων, δείτε στη σελίδα 41 του βιβλίου την παράγραφο: «Από τη σοβαρότητα [...] είναι επανάσταση των ιδεών.».
Με τα αποσιωπητικά δηλώνεται επίσης θαυμασμός, ειρωνεία, συγκίνηση, φόβος, δισταγμός, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή κτλ., για όσα θα σημειωθούν αμέσων κατόπιν, π.χ.: «Μην ξανάρθεις αδιάβαστος, γιατί...» «Κι έπειτα... έπειτα όλα τέλειωσαν.»
Aποσιωπητικά σημειώνομε, σ' ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από θαυμαστικό ή ερωτηματικό, στις περιπτώσεις αυτές δείχνουν ένα σταμάτημα στην ομιλία, π.χ.: «Και τι δε θα 'κανα! ... Φτάνει να μ' άφηνες.» «Πώς μας θωρείς ακίνητος; ...»
Αποσιωπητικά χρησιμοποιούμε και στην περίπτωση δισταχτικής ομιλίας, χωρίς ν' αποσιωπούμε τίποτα, προκειμένου να τονιστούν εκείνα που θ' ακολουθήσουν.
Σημείωση: Η αγγλική ονομασία των αποσιωπητικών (ellipsis) και ο αντίστοιχος δεκαδικός κωδικός ASCII, μου υποδείχθηκαν από τον Σεμπαστιάν Νικολάου (www.sebdesign.eu), τον οποίο και ευχαριστώ.
| |||||||||
( * )
|
Στο τέλος μιας λέξης δηλώνει παραπομπή σε υποσημείωση κειμένου. Σε φιλολογικά κείμενα στην αρχή μια λέξης δηλώνει ότι η λέξη είναι υποθετική. Κοντά σε μια χρονολογία δηλώνει τη γέννηση ενός προσώπου.
| ||||||||
Βάζουμε ενωτικό στο τέλος της αράδας όταν η λέξη δε χωράει ολόκληρη και θα πρέπει να συλλαβιστεί.
Σημειώνεται ενωτικό συνήθως σε μακρόσυρτες συνθέσεις λέξεων: κοινωνικο-οικονομικός. Απαραίτητο είναι όταν σε περίπτωση βραχυλογίας χρησιμοποιούνται δύο παράλληλες λέξεις: πρωί-βράδυ, μέρα-νύχτα.
Βάζουμε ενωτικό ύστερα από τα προταχτικά: αγια-, αϊ-, γερο-, γρια-, θεια-, κυρα-, μαστρο-, μπαρμπα-, παπα-, χατζη-, όταν πάνε μπροστά από κύριο όνομα, π.χ.: αγια-Μαρίνα, αϊ-Γιώργης, γερο-Δήμος, κυρα-Ρήνη, μαστρο-Νικόλας, μπαρμπα-Γιάννης, παπα-Κωστής κτλ. Οι προταχτικές λέξεις δεν παίρνουν τόνο.
Χρησιμοποιούμε ενωτικό στην απαρίθμηση ή παράθεση σταθμών δρομολογίων, π.χ.: Η γραμμή Ηρακλείου - Χανίων. Το ταξίδι Πειραιά - Ηράκλειο διαρκεί δέκα ώρες.
Τοποθετούμε ενωτικό στα σύνθετα παραθετικά, δηλαδή σε ονοματικά σύνολα που αποτελούνται από δύο ομοιόπτωτες λέξεις με ιδιαίτερη σημασιολογική σημασία, π.χ.: ταξίδι-αστραπή, λέξη-κλειδί, πλοίο-φάντασμα κτλ.
Στις περιπτώσεις ελληνικών ή ξενικών κυρίων ανθρωπονυμικών ονομάτων που αποτελούνται από δύο μικρά ονόματα, σημειώνεται το ενωτικό μόνο όταν χρησιμοποιούνται και τα δύο μαζί για να προσδιορίσουν τον ίδιο άνθρωπο: Ζακ-Υβ Κουστό, Αντρέ-Μαρί Αμπέρ, Άννα-Μαρία κτλ. Αντίθετα, όταν υπάρχουν δύο μικρά ονόματα τα οποία δεν χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα, τότε το ενωτικό δε σημειώνεται: Αντώνιος Εμμανουήλ Κατακουζηνός, Ηλέκτρα Ελένη Μαυρογένη· αλλά, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης.
Το ενωτικό χρησιμοποιείται σ' όλες τις περιπτώσεις των ελληνικών ονομάτων με δύο επώνυμα: Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης, Κατερίνα Περισυνάκη-Κουτρούλη.
Βάζουμε ενωτικό σε εμπορικούς τίτλους ή επωνυμίες επιχειρήσεων, π.χ.: Αγραφιώτης - Πουρνάρας και Σία.
Το ενωτικό σημειώνεται στο τέλος ή στην αρχή ενός γλωσσικού τύπου, για να δειχτεί πως αυτός δε γράφεται ολόκληρος: μονο-, δηλαδή λέξεις που αρχίζουν από το μονο.
Σημειώνουμε το ενωτικό σε φράσεις που λειτουργούν ως ένα όνομα: το σ' αγαπώ-σε-μισώ, ο φίλος μου ο Αυτός-που-γίνεται-τύφλα κτλ.
Δεν παίρνουν ενωτικό τα κυρ, πάτερ και καπετάν, π.χ:: ο κυρ Αντώνης, ο πάτερ Γεώργιος, ο καπετάν Μιχάλης κτλ.
Το ενωτικό ανάμεσα σε όμοιες λέξεις συνήθως αποφεύγεται, π.χ.: Προχώρα σιγά σιγά. Περπατούσαμε άκρη άκρη στο δρόμο.
| |||||||||
( , )
|
Σημειώνεται στην αναφορική αντωνυμία ό,τι (= καθετί) και στο χρονικό σύνδεσμο ό,τι (= μόλις): ό,τι μου πεις θα το κάμω.– Ό,τι ήρθε.
Σ' ένα δεκαδικό αριθμό χωρίζει το ακέραιο μέρος από το δεκαδικό: (3,14).
| ||||||||
( ' )
|
Σημειώνεται στην έκθλιψη: απ' αυτά· στην αφαίρεση: μου 'πε· στην αποκοπή: φέρ' το.
| ||||||||
Δηλώνεται μικρή διακοπή στο λόγο, ιδίως όταν ο λόγος προχωρεί σε διαφορετικό κύκλο ιδεών. Η έναρξη παραγράφου δηλώνεται με αλλαγή σειράς, και το ξεκίνημα της γραφής λίγο πιο μέσα από τη συνηθισμένη αρχή της σειράς.
| |||||||||
Όταν βρίσκεται κοντά σε μια χρονολογία, σημαίνει το περίπου, τη μη βεβαιότητα σε σχέση με τη χρονολογία.
| |||||||||
Το κόμμα χρησιμοποιείται για να χωρίζει τις ακέραιες μονάδες από το δεκαδικό μέρος του αριθμού. Οι πολυψήφιοι αριθμοί παριστάνονται ανά ομάδες τριών ψηφίων· κάθε ομάδα τριών ψηφίων χωρίζεται από την προηγούμενη ή την επόμενη με σταθερό ημιδιάστημα. Τα δεκαδικά ψηφία δεν χωρίζονται μεταξύ τους. Εναλλακτικά, στη θέση του ημιδιαστήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί η τελεία. Για παράδειγμα:
Η απόσταση μεταξύ αυτών των δύο περιοχών είναι 1 256 456,1256 μέτρα. Το βάρος του χαμένου φορτίου ήταν 2.526.253,145 κιλά.
Ο διαχωρισμός σε ομάδες των τριών ψηφίων δεν συνηθίζεται στην περίπτωση των χρονολογιών. Για παράδειγμα:
Η Επανάσταση του 1821. Η καταστροφή του συντελέστηκε το 4500 π.Χ. Η περιοχή κατοικήθηκε πολύ πριν το 10500 π.Χ.
|