Το αρχαίο δράμα αποτελεί κορυφαία στιγμή στην ιστορία του παγκοσμίου θεάτρου. Η εμφάνισή του συνιστά δημιούργημα μακρόχρονης εξέλιξης του ανθρωπίνου πνεύματος, η απαρχή της οποίας χάνεται στο βάθος της προϊστορίας. Μεγάλη είναι η οφειλή του αρχαίου δράματος στους πρωτόγονους μύθους και τα δρώμενα.
Γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ σ’ έναν δήμο της Αττικής έκανε την εμφάνισή του ένα νέο ποιητικό είδος, που χρειάστηκε – περίπου – πενήντα χρόνια για να εξελιχτεί, να ωριμάσει, φθάνοντας στην τελική του ολοκλήρωση. Πάντως, είναι πανθομολογούμενο ότι το δράμα είναι, τρόπον τινά, παιδί της Δημοκρατίας, γέννημα του διαλόγου και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών…
Η δραματική ποίηση συνδέεται με τη θρησκευτική λατρεία του θεού Διονύσου: μύθοι για τη γέννηση και τις περιπέτειες του θεού και τοπικές λατρευτικές τελετές, που γίνονταν προς τιμή του, συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της δραματικής τέχνης. Ο Διθύραμβος, το χορικό άσμα που οι πιστοί θιασώτες του νέου θεού το τραγουδούσαν και το χόρευαν ομαδικά με συνοδεία αυλού, μιλούσε για το θεό, τη γέννησή του, τους άθλους και τους θριάμβους του, την επικράτηση της λατρείας του αλλά, και για το κρασί και το αμπέλι, την χαρά της ανέμελης ζωής. Το «Άρμα Θέσπιδος» και οι Διθύραμβοι του ποιητή του 7ου αιώνα Αρίωνα του Μηθυμναίου ήσαν οι προάγγελοι της αρχαίας τραγωδίας, με το συνδυασμό αδόμενων μερών και δρωμένων. Έτσι, με τη θαυμάσια έμπνευση του Θέσπιδος να εισάγει τον «διάλογο», να «υποκριθεί» (=να αποκριθεί), παγιώθηκε ο διάλογος ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα… Το δράμα, λοιπόν, είχε την αφετηρία του σ’ ένα λαϊκό δρώμενο, με ρίζες στις λαϊκές τελετές και τα πανηγύρια για το θεό Διόνυσο. Στην πορεία του ενσωμάτωσε ορισμένα χαρακτηριστικά από άλλες τελετουργίες, θρήνους, αγροτικά έθιμα, απόκρυφες και μυστηριακές θρησκείες, αναμνήσεις από λησμονημένες εορτές για την ενηλικίωση, τη μύηση στα μυστικά της κυνηγετικής ή της πολεμικής τέχνης, τέλος τη μίμηση ιεροτελεστιών και πρακτικών των μάγων, των ιερέων και των μάντεων…
Από το Διθύραμβο και το έυρημα του Θέσπη, κατά τα πρώτα χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. εξελίχθηκαν η Τραγωδία και το Σατυρικό Δράμα, ενώ η Κωμωδία, είδος λαϊκότερο, ξεκίνησε από τις αυτοσχέδιες χοντροκαμωμένες φάρσες, από την περιοχή των Μεγάρων. Γρήγορα η μορφή του Δράματος έχασε το λαϊκό αυτοσχεδιασμό της και μεταβλήθηκε σ’ ένα νέο είδος «κλειστό», αυστηρό, μετρημένο και με στέρεη λογική. Προστέθηκαν δεύτερος και τρίτος υποκριτής και η εναλλαγή επικών και λυρικών μερών, των εμφανίσεων των υποκριτών (=ηθοποιών) αλλά και των παρεμβάσεων του χορού έδωσε στο Δράμα την τελική, τυπική μορφή του. Οι 12 «χορευτές» του Αισχύλου έγιναν 15 από τον Σοφοκλή. Ο Αισχύλος έκανε τους υποκριτές 2 και ο Σοφοκλής τους αύξησε σε 3. Μονιμοποιήθηκε, επίσης, ο πρόλογος, ενώ ο Ευριπίδης του έδωσε ιδιαίτερη αξία.
Μία Τραγωδία, λοιπόν, έχει: Πρόλογο (μονόλογο ή διάλογο), Πάροδο (τραγούδι του Χορού, όταν έμπαινε στο χώρο της ορχήστρας), Επεισόδεια, που διαδραματίζονταν ανάμεσα στους υποκριτές (ή τους υποκριτές και το Χορό), Στάσιμα (ή Χορικά), τραγούδια, δηλαδή, ή ωδές, που έψελνε ο Χορός στον χώρο της ορχήστρας, χωρισμένος σε 2 ημιχόρια (7+7+1), και, τέλος, Έξοδο, το τελευταίο μέρος του δράματος, με το «εξόδιον άσμα» του Χορού.
Βασικά στοιχεία στη σύνθεση του αρχαίου ελληνικού δράματος ήσαν η πλοκή, η περιπέτεια (η «εις το εναντίον μεταβολή», κατά τον Αριστοτέλη) αλλά και οι αναγνωρίσεις. Τα «εσωτερικά» στοιχεία μιας τραγωδίας ήσαν ο μύθος, η λέξις, το μέλος, η όψις, το ήθος και η διάνοια. Όλα αυτά ελάμβαναν χώραν στα θέατρα, αρχικά σε μια χωμάτινη πλαγιά λόφου ή βουνού, ύστερα σε θαυμάσια αρχιτεκτονήματα μαρμάρινα ή πέτρινα με 3 διακριτά μέρη: α) το κοίλον, όπου κάθονται οι θεατές, επίσημοι και απλός λαός, β) την κυκλική ορχήστρα, ανάμεσα στο κοίλον και τη σκηνή, όπου ήταν ο χώρος του χορού και γ)την σκηνή, υπερυψωμένη κατασκευή, με το λογείο πάνω της, όπου, στο θεατρικό αυτό «πατάρι» διαδραματιζόταν η σκηνική δράση… Ωστόσο, στα θαυμάσια αυτά θέατρα παιζόντουσαν μόνον «επαναλήψεις», διότι αυτά κατασκευάστηκαν σε εποχές όπου δεν υπήρχαν πια, πρωτότυπες δραματικές – τραγικές δημιουργίες, είχαν πια εκμετρήσει το ζην οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές. (Η σκηνή του θεάτρου ήταν εξοπλισμένη με διάφορα «μηχανήματα», όπως το αιώρημα (ξύλινο γερανό, για την κάθοδο των «από μηχανής» θεών), τους περιάκτους, (δοκούς που περιστρεφόμενοι ξετύλιγαν τα ζωγραφισμένα σκηνικά), το εκκύκλημα (μικρό κινητό όχημα εν είδει πλατφόρμας) και, τέλος, τις χαρώνειες κλίμακες(σκάλες που οδηγούσαν σε καταπακτή για κάθοδο στον Άδη ή εμφάνιση «φαντασμάτων», κλπ). Παρά τη λαϊκή της καταγωγή η Τραγωδία εξελίχθηκε σ’ ένα είδος τέχνης δραματικής –και μάλιστα ποιητικό- μοναδικό και ανεπανάληπτο, γεννημένο στην Αττική με ακμή, περίπου, 140 χρόνια. Ως είδος τελειωμένο είναι αυστηρό, «κλειστό» (όσον αφορά στη μορφή του) και υψηλό στους στόχους του. Πρόκειται για τελετουργικό θέατρο, με καθορισμένη διάταξη, με φανερά σημάδια από την θρησκευτική του καταγωγή. Απευθύνεται σ’ ένα καλλιεργημένο, πληροφορημένο κοινό, με διάμεσα, στην επικοινωνία, μια σειρά από τυπικά σύμβολα. Μέσα από γνωστούς και κοινούς μύθους οι ποιητές του δράματος θέτουν ενώπιον των πολιτών και του κοινού τα αιώνια ερωτήματα και τις μόνιμες αγωνίες του ανθρώπου: Η ζωή και ο θάνατος, η σχέση ανθρώπου και θεού, τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, η σχέση ανάμεσα στην εξουσία και τον εξουσιαζόμενο, το κύρος των θεσμών, η σύγκρουση των καθηκόντων, κ.ά.
Τελικά, όλο το ηθικό και πολιτικό πλέγμα, όπως εμφανίζεται σε κάθε οργανωμένη κοινωνία απασχολεί τους μεγάλους δραματουργούς της Τραγωδίας. Ο μεγάλος θεωρητικός και φιλόσοφος Αριστοτέλης, στην περίφημη πραγματεία του «Περί Ποιητικής», που μελέτησε το κλασικό δράμα ορίζει την τραγωδία ως «μίμησιν πράξεως σπουδαίας και τελείας». Αυτή η πράξη, τονίζει, πρέπει να είναι σημαντική, να έχει ένα σκοπό συγκεκριμένο και, τέτοια έκταση, ώστε να ολοκληρώνεται. Επίσης, τα συστατικά της μέρη να διακρίνονται με σαφήνεια (λ.χ. επεισόδια – στάσιμα). Άλλα να απαγγέλλονται και άλλα να τραγουδιούνται (υποκριτές – χορός). Αλλά, όλα μαζί να αποτελούν ένα δρώμενο, μία αναπαράσταση…
Σκοπός της Τραγωδίας είναι να οδηγήσει τους θεατές μέσα από την ευσπλαχνία και τον φόβο – για όσα παρακολουθεί – στην κάθαρση, έναν όρο που συζητήθηκε πολύ. Κάθαρση ίσως να σημαίνει ότι ο θεατής, συμμετέχοντας, λογικά και συναισθηματικά στα διαδραματιζόμενα μπροστά του, συμπάσχοντας με τους τραγικούς ήρωες καθαίρεται, λυτρώνεται, «καθαρίζεται» ηθικά, εκτονώνεται, εξαγνίζεται και, εν τέλει, φεύγει από τον χώρον του θεάτρου καλύτερος, ως «άνθρωπος», πιο βελτιωμένος! (Αυτό σήμαινε και όρος ο θεατρικός «διδασκαλία» = μάθημα).
Το θέατρο ήταν ένα σχολείον Δημοκρατίας, όπως προείπαμε. Οι μεγάλοι τραγικοί, μεγαλοφυείς όλοι τους, υπήρξαν έξοχοι ποιητές. Ο Αισχύλος, πρώτα, έγραψε μεγαλειώδεις τραγωδίες, έργα στα οποία η ποιητική φαντασία, η λαμπερή και βαριά λέξη, οι τολμηρές εικόνες, η μεγαλοπρέπεια της σύλληψης συναγωνίζονται με την λιτότητα των θεατρικών ευρημάτων και την οικονομία των μέσων. Οι μορφές, οι οποίες κινούνται στα έργα του είναι τιτανικές, κρατώντας μυθικές διαστάσεις, με συγκρούσεις σκηνικές που προκαλούν δέος. Θρησκευτική φύση θέτει τα μεγάλα προβλήματα που απορρέουν από την ύπαρξη της θείας πρόνοιας αλλά και την αλαζονεία της ανθρώπινης ύπαρξης στον κόσμο. Ο Σοφοκλής, που υπήρξε και ιερέας ήταν μετρημένος και ισορροπημένος δημιουργός. Ήταν οπαδός της σκηνικής οικονομίας και άριστος ηθογράφος προσωπικοτήτων. Οι Τραγωδίες του έχουν αναλογίες τέλειες, σαφή και περίτεχνη δομή, ενώ οι συγκρούσεις – επί σκηνής – οφείλονται στη λογική και το ήθος των προσώπων. Τα χορικά του είναι υψηλά δείγματα λυρισμού και ενός ήρεμου στοχασμού πλήρους σοφίας και βιωμένης εμπειρίας. Προβλήματά του είναι οι άνθρωποι απέναντι στον εαυτό τους, τις αδυναμίες τους, αλλά και τις δυνατότητές τους. Οι άνθρωποι μέσα από τις δυστυχίες τους αλλά και τις καταδρομές της τύχης. Τον απασχόλησε ακόμη το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τους άλλους οφείλοντας, όμως, να δρουν με αξιοπρέπεια…
Τέλος ο Ευριπίδης, βαθιά φιλοσοφημένη προσωπικότητα, έχει υψηλή αντίληψη για το θείον. Αμφισβήτησε τις μυθολογικές αντιφάσεις, τις λαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις. Οι ήρωές του, υπεύθυνοι ολότελα για τις πράξεις τους, είναι πιο ελεύθεροι – άρα και πιο τραγικοί – γι ‘αυτό και ο Αριστοτέλης τον ονομάζει «από σκηνής φιλόσοφον».
Τα προβλήματα που απασχόλησαν αυτήν την τραγικήν ιδιοφυία ήσαν, μεταξύ άλλων, η σύγκρουση του ενστίκτου με την λογική, ο παραλογισμός του πολέμου, η βία, η απανθρωπιά, τα ελατήρια των ανθρωπίνων παθών, η θέση των γυναικών στην κοινωνία, τα δικαιώματα των ανθρώπων όταν μάχονται για την ηθική και το δίκαιο. Καίριος στις εκφράσεις του, ρεαλιστής στην διαγραφή των χαρακτήρων, τεχνίτης μεγάλος όσον αφορά στον καταιγισμό της δράσης, επί σκηνής, και τις απότομες μεταπτώσεις. Έγραψε, τέλος, θαυμάσιους διαλόγους…
Το αρχαίο τραγικό ρίγος, διαπερνώντας τους αιώνες, ως ηλεκτρικήν εκκένωση, απευθύνεται στον άνθρωπο κάθε εποχής, ιδιαίτερα τον σημερινό, με την αμεσότητα των αισθημάτων και των εμπειριών, που εκπορεύονται από τις βαθύτερες ανθρώπινες καταστάσεις… Η αρχαία ελληνική τραγωδία εξακολουθεί να μας γοητεύει. Στην αρχαιότητα η Μοίρα, σήμερα η Ανάγκη. Και τότε και τώρα η αβεβαιότητα, στο κέντρο ες αεί, ο άνθρωπος με τα ερωτήματά του, τις περιπέτειές του, φέρνει – πάντα – μέσα του την τραγωδία του εαυτού του αλλά και του κοινωνικού του περιγύρου, γυρεύοντας λύσεις στα αδιέξοδά του. Οι εποχές έρχονται και παρέρχονται, το ανθρώπινο γένος βιώνει τις εκάστοτε τραγωδίες του, γυρεύοντας την κάθαρση…
Κων/νος Πάνος
Βιβλιογραφία:
- Jaqueline de Romilly, “Η Αρχαία Ελληνική Τραγωδία», εκδ. «Καρδαμίτσα», Αθήνα, 1986.
- Αλέξης Σολωμός: «Τι προς Διόνυσον;», (σημειώσεις γύρω από την Τραγωδία), εκδ. «Δίφρος», Αθήνα, 1972.
- Περιοδικό «Η Λέξη», τεύχος 75-76 (Ιούλιος – Αύγουστος 1988), «Η αρχαία Τραγωδία» – αφιέρωμα, Αθήνα.
- H. D. Baldry: «Το Τραγικό Θέατρο των Αρχαίων Ελλήνων», εκδ. «Καρδαμίτσα», Αθήνα, 1988.
- Βασίλειος Τράντος, «Το αρχαίο Ελληνικό Θέατρο», (η Τραγωδία, το Σατυρικό Δράμα, η Κωμωδία), αυτοέκδοση, Λάρισα, 2012.