'' Εγώ μεγάλως εκτιμώ κι αυτόν τον Καρκαβίτσα
Που ναι γιατρός στ' ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα''
Που ναι γιατρός στ' ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα''
Γ. Σουρής
O ''Zητιάνος'' του A Καρκαβίτσα είναι ίσως το πιο ολοκληρωμένο έργο του συγγραφέα και ένα
από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο γράφτηκε το 1896 και
δημοσιεύτηκε σε 54 συνέχειες στην εφημερίδα Εστία από τις 9-4-1896 ως τις 8-6-1896. Οι
μελετητές έχουν υποστηρίξει διάφορες απόψεις στην προσπάθειά τους να
κατηγοριοποιήσουν το συγκεκριμένο έργο. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι είναι νουβέλα,
άλλοι το έχουν χαρακτηρίσει διήγημα, ενώ άλλοι μυθιστόρημα. Ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης
(Ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα, 1996, σ. 60) αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Στο πλαίσιο της πεζογραφίας, συχνά είναι δύσκολη η διάκριση της
νουβέλας από το διήγημα, ενώ, από την άποψη της σύνθεσης ευρύτερων καταστάσεων, η
νουβέλα ανήκει ως ένα βαθμό στο «γένος» του μυθιστορήματος… Έπειτα από όλα αυτά,
νομίζω ότι ειδικά στην περίπτωση του Ζητιάνου δε θα είχε νόημα να επιμείνουμε στην
πρόκριση ενός μονολεκτικού ειδολογικού χαρακτηρισμού».
Η ιστορία διαδραματίζεται στο χωριό Νυχτερέμι της Θεσσαλίας, που τότε βρισκόταν κοντά
στα σύνορα με την Τουρκία και ο χρόνος της ιστορίας διαρκεί τρεις μέρες. Ήρωες του
διηγήματος είναι οι Καραγκούνηδες κάτοικοι του χωριού, ο ρουμελιώτης ζητιάνος Κώστας
Τζιρίτης (ή Τζιριτόκωστας), ο παραγιός του ο Μουτζούρης, ο τελωνοφύλακας Πέτρος
Βαλαχάς και οι κρατικές αρχές της Λάρισας. Το έργο ξεκινά με την περιγραφή του
θεσσαλικού χωριού που βρίσκεται σε κατάσταση εξαθλίωσης. Ο Καρκαβίτσας στο πρώτο
κεφάλαιο με παραστατικότητα και ρεαλισμό περιγράφει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης
καθώς και την εκμετάλλευση των φτωχών χωρικών από τους μεγαλοτσιφλικάδες της
Θεσσαλίας και μας παρουσιάζει τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, κυρίως τον
τελωνοφύλακα Βαλαχά και τον ζητιάνο που προσπαθεί να κερδίσει την συμπάθεια του. Ο
Βαλαχάς σκληρός απέναντι στους ζητιάνους ξυλοφορτώνει τον Τζιριτόκωστα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Καρκαβίτσας κάνει μια παρεμβολή στη διήγησή του και μας
περιγράφει το χωριό καταγωγής του ζητιάνου, τα Κράκουρα, όπου όλοι οι κάτοικοι έχουν
ως κύριο επάγγελμά τους τη ζητιανιά. Οι γεροντότεροι έχουν ως έργο να «διδάξουν» στους
νεότερους την τέχνη της επαιτείας και χαρακτηριστικός είναι ο Κουτσοκουλόστραβος
χορός, που μιμείται τις κινήσεις και τις εκφράσεις των ανάπηρων ανθρώπων.
Μεγαλωμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον ο Τζιριτόκωστας έδειξε από μικρή ηλικία την έφεσή του στην επαιτεία. Νοίκιαζε φτωχά και ανάπηρα παιδιά από τους γονείς τους, τους
μάθαινε τα μυστικά της ζητιανιάς και ταξίδευε μαζί τους σε όλη την Ελλάδα, τη Σμύρνη, την
Πόλη, μέχρι τη Βουλγαρία και τη Βλαχία. Όμως πλέον δεν ταξίδευε στο εξωτερικό. Του
αρκούσαν τα εισοδήματα που κέρδιζε από τον Μωριά και τη Ρούμελη. Έτσι έφτασε στο
Νυχτερέμι, όπου συναντήθηκε και ξυλοφορτώθηκε από τον Βαλαχά. Ο αδίστακτος
Τζιριτόκωστας εκμεταλλεύεται την καλοσύνη των αφελών κατοίκων του χωριού, οι οποίοι
τον λυπούνται και τον φροντίζουν. Μόλις απομακρύνονται και τον αφήνουν να
ξεκουραστεί, αποκαλύπτεται η πραγματική φύση του ζητιάνου. Πίνει απ’ το κρασί που του έδωσαν και λέει χαρακτηριστικά: «Στην υγειά σας, ζωντόβολα! Πάντα νάρχεστε, πάντα να
φέρνετε!...»
Στο τρίτο κεφάλαιο, ο Καρκαβίτσας περιγράφει το πώς ο Τζιριτόκωστας εκμεταλλεύεται
την αμάθεια και τις προλήψεις των γυναικών του χωριού για να κερδίσει όσα περισσότερα
χρήματα μπορεί. Παρασύρει τις γυναίκες και προσαρμόζει τη συμπεριφορά του ανάλογα
με τις επιθυμίες του εκάστοτε θύματός του. Πουλάει σε μία από αυτές που δεν έχει
αρσενικά παιδιά το σερνικοβότανο και σε μια άλλη το αγαπόχορτο, με το οποίο πιστεύει
πως θα κάνει τον αγαπημένο της να την επιθυμήσει. Βέβαια κανένα απ’ αυτά τα βότανα
δεν έχει τις μαγικές ιδιότητες που υποστηρίζει ο ζητιάνος. Είναι μάλιστα τόσο αδίστακτος
που εν γνώσει του δίνει σε μια χωρική που ζητά το σερνικοβότανο εκτρωτική σκόνη.
Προσπαθώντας να δικαιολογηθεί σκέφτεται: «Αλλά γιατί και αυτή να μην είναι τόσον
έξυπνη, ώστε να μη γελασθή; Έπειτα οι καπάτσοι από τους κουτούς θα ζήσουν».
Στο τέταρτο κεφάλαιο ο Καρκαβίτσας επινοεί ένα αναπάντεχο περιστατικό που θα δώσει
την ευκαιρία στο ζητιάνο να εκδικηθεί τον Βαλαχά για το ξύλο που του έδωσε. Ο παραγιός
του ζητιάνου, ο Μουτζούρης, πέθανε και οι χωριάτες τον βάζουν δίπλα στο στάβλο του
σπιτιού του Βαλαχά. Όταν αυτός σηκώνεται από τον ύπνο, όλοι νομίζουν ότι ο Μουτζούρης
βρικολάκιασε! Με πρωτεργάτη το ζητιάνο, βάζουν φωτιά στο σπίτι του Βαλαχά για να
εξοντώσουν με αυτό τον τρόπο τον βρυκόλακα. Η φωτιά επεκτείνεται και καίει και το
κονάκι του μπέη.
Στο τελευταίο κεφάλαιο εμφανίζονται απεσταλμένοι από τις κρατικές αρχές της Λάρισας,
σταλμένοι για να διαπιστώσουν τι συνέβη στο Νυχτερέμι. Αρχικά υπέθεσαν ότι οι
Καραγκούνηδες επαναστάτησαν εναντίον του Ντενίς μπέη που ακόμα κατείχε εκείνα τα
εδάφη. Μετά από ανακρίσεις οι ντόπιοι κατηγορούν για όλα τον ζητιάνο, ο οποίος όμως δε
βρίσκεται πια στο χωριό. Έχει κρυφτεί στα χωράφια, αφού πρώτα άλλαξε την αμφίεσή του
και πλέον είναι ντυμένος σαν καραβοτσακισμένος ναυτικός, ο οποίος έχασε τα πάντα και
περιφέρεται ζητιανεύοντας. Καταφέρνει μάλιστα να συγκινήσει με τις ψεύτικες ιστορίες
του τον νομάρχη, τον ανακριτή και τους υπόλοιπους. Η έρευνα των αρχών ανακαλύπτει
ζωντανό αλλά σε άθλια κατάσταση τον Βαλαχά και ο ανακριτής ζητά από τον
μεταμφιεσμένο Τζιριτόκωστα να μεταφέρει στη Λάρισα τον Βαλαχά. Οι άνδρες κάτοικοι του χωριού συλλαμβάνονται και μεταφέρονται σιδεροδέσμιοι για να δικαστούν για τον
εμπρησμό του κονακιού. Το έργο τελειώνει με την αυτοκτονία της χωρικής που πήρε τη σκόνη του Τζιριτόκωστα και με το ζητιάνο να ταξιδεύει για να συνεχίσει αλλού το
αποτρόπαιο έργο του.
Ο Καρκαβίτσας στο ζητιάνο κατάφερε να περιγράψει την αμάθεια, την εξαθλίωση και τις
δεισιδαιμονίες του απλού λαού της ελληνικής υπαίθρου σε ζωντανή δημοτική γλώσσα και
να μας κληροδοτήσει ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος στον ελληνικό χώρο, μετά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ως συγγραφέας έχει έντονο λαογραφικό ύφος, σχεδόν ωμός νατουραλιστής, γεγονός που αντικατοπτρίζει την λογοτεχνική στάση αρκετών συγγραφέων της εποχής του, όπου μέσα από σύντομα ή εκτενέστερα διηγήματα περικλείουν εικόνες από την ζωή της υπαίθρου και της θάλασσας (αγροτική, ναυτική ζωή). Εν τούτοις, μέσα από την νατουραλιστική του νουβέλα “Ο Ζητιάνος” (εκδ. 1897), η απλή παρατήρηση γίνεται φωνή διαμαρτυρίας που έχει χαρακτήρα κοινωνικής κριτικής· οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζει και συγγράφει είναι ταραχώδεις και έντονες.
Το 1881 με την εκλογή του Χαρ. Τρικούπη στην εξουσίαη Ελλάδα μπαίνει στον στίβο του εκσυγχρονισμού. Η πορεία της δεν είναι συγκρίσιμη με την εκβιομηχάνιση που πραγματοποιείται στην Δύση. Σύντομα ο συνδυασμός της πτώχευσης του 1893, της έκβασης του πολέμου ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η βρετανική επιρροή οδηγούν την Ελλάδα σε κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αναπτύσσεται το ηθογραφικό διήγημα, ως η κεντρική τάση της πεζογραφίας εκείνα τα χρόνια στον ελληνικό χώρο· οι εκπρόσωποι του λογοτεχνικού αυτού είδους, μέσα στο πλαίσιο της περιγραφής των ηθών χρησιμοποιώντας έντονα ψυχογραφικά στοιχεία και εξαντλητικές περιγραφές χαρακτήρων και τοπίων, αποτυπώνουν όψεις της ελληνικής πραγματικότητας. Ως ήρωες επιλέγονται τύποι ανθρώπων αδικημένοι, περιθωριακοί, απόκληροι και γενικότερα παρουσιάζονται ως πρωταγωνιστές άνθρωποι θύματα της κοινωνίας. Το ηθογραφικό διήγημα είναι εκείνο δηλαδή που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το ελληνικό χωριό και τους απλοϊκούς του κατοίκους.
Ο Καρκαβίτσας, ως ένας από τους πρώτους συγγραφείς που με την λογοτεχνία υπηρετούν κοινωνιστικές ιδέες, μέσα από το έργο του αποτυπώνει την αθλιότητα της ελληνικής υπαίθρου. “Ο Ζητιάνος”, ίσως το σημαντικότερο νατουραλιστικό διήγημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αναφέρεται στην ιστορία ενός επαγγελματία ζητιάνου από τα Κράβαρα, του Τζιριτόκωστα, ο οποίος καταφέρνει με την πανουργία του να εκμεταλλευτεί και αναστατώσει ένα ολόκληρο χωριό κολίγων του θεσσαλικού κάμπου και στο τέλος να ξεφύγει ευνοημένος.
Από την πλευρά του ηθογραφικού μυθιστορήματος, το έργο του Καρκαβίτσα βρίθει στοιχείων που χαρακτηρίζουν την πολιτισμική πραγματικότητα της υπαίθρου, γεγονός που επιτυγχάνεται μέσω της χρήσης της ντοπιολαλιάς των χωρικών και της παρουσίασης στοιχείων που χαρακτηρίζουν την παραδοσιακή δομή των κλειστών κοινωνιών και την καθημερινότητά τους, σε αντίθεση με την αστική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικά μέσα από την περιγραφή εικόνων που συνθέτουν την ζωή του χωριού, όπως «Το Νυχτερέμι δεν είνε και από τα μεγάλα χωριά της Θεσσαλίας…, τα δουλωμένα και τα’ ανάξια υπάρξεως.», «Κάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι μισόγυμνα, …και τ’ άλλα χτήνη του χωριού.», «…και άλλον κόσμο δεν γνωρίζουν από τα ζώα και τα σπαρτά τους!» και μελεξιλόγιο που ανταποκρίνεται σ’ αυτό των χωρικών, όπως «Μαρή θύγω! Θύγω μάρη!...έρχονται τα ζα», «Δούλευε, ντορή μου,… », η ίγγλα,κακομενιτεύω, τα καμπανέλια, το μουτάφι, η μαμαλίγκα, μπέλτα και άλλα, ο συγγραφέας αποτυπώνει καθημερινές πτυχές της ζωής των χωρικών.
Ο συγγραφέας και στρατιωτικός γιατρός από τα Λεχαινά Ηλείας, έχοντας συμπληρώσει τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του, ξεκίνησε τα ταξίδια του στον ελληνικό χώρο και δη στην ύπαιθρο, με σκοπό την συλλογή λαογραφικού και ιστορικού υλικού, ώστε να το χρησιμοποιήσει στην σύνθεση των έργων του. Συνεπώς η χρήση στοιχείων από την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου καταδεικνύουν το συστηματικό του ενδιαφέρον να αναδείξει μέσα από το λόγο του το λαϊκό πολιτισμό: «Ο χωριάτης μέσα στην τόση καλοσύνη…γεννά όλο θηλυκά παιδιά.», «…έναν μαυροκόκκινον αραποσιτόκωνο…προλέγει το γρήγορο φθάσιμο λατρευτού συντρόφου», «Εδώ όμως στους Καραγκούνηδες η προίκα είνε τίποτα…δουλεύει και στο σπίτι», «Ευρέθηκαν όμως και γυναίκες που…εγέλασαν μόνο πονηρά και τίποτε περισσότερο». Ο χρόνος εξατομικεύεται ή μεταβάλλεται σε μία συλλογική διάρκεια χωρίς όρια και ποιοτικές αλλοιώσεις, διάρκεια που ταυτίζεται με την επανάληψη μέσα σε έναν αγροτικό χώρο όπου αναπαράγονται σταθερά τα ίδια ήθη και έθιμα («Ήξερεν η πολυκάτεχη…να είνε προφυλαγμένες»).
“Ο Ζητιάνος” πέραν του ηθογραφικού του ύφους και περιεχομένουχαρακτηρίζεται και ως ένα από τα πλέον επιτυχημένα δείγματα νατουραλιστικής γραφής. Από τα βασικά χαρακτηριστικά του ρεύματος του νατουραλισμού είναι η εξαντλητική περιγραφή του χώρου, των ανθρώπων και των καταστάσεων, η ακριβής παρατήρηση και η ‘‘φωτογραφική’’παρουσίαση της πραγματικότητας, όπως επίσης και η ενεργή συμμετοχή του περιβάλλοντος στην υπόθεση, αλλά και της κληρονομικότηταςδιαμορφώνοντας τους ήρωες και την κατάληξή τους. Χωρία του διηγήματος, όπως «Τις επισκέψεις του αυτές…για τον πρόστυχον αυτόν φόρο της δουλείας τους.», «Τα νεύρα τους μέσα…στις εξωτερικές επιρροές.», «Το χωριό εφαινόταν έρημο…την γυαλιστερή και μαλακή τρίχα τους», «Και ο Τζιριτόγιωργας…να τιμήση το σπίτι του.», «…κατά την συνήθεια που έχουν στην Ρούμελη…της ελληνικής ζητιανιάς.», «Το ζητιάνικο αίμα…να παγώνη στον κίνδυνο…» βοηθούν τον αναγνώστη να εντρυφήσει στον περιβάλλοντα χώρο της ζωής της υπαίθρου, σ’ αυτήν την πλευρά της ελληνικής πραγματικότητας, όπου τόσο η κληρονομικότητα όσο και η φύση λειτουργούν καθοριστικά χαρακτηρίζοντάς την.
Ωστόσο πέραν από τις περιπτώσεις που η ηθογραφία άνοιγε έναν παράλληλο δρόμο προς τον νατουραλισμό, δεν ήταν λίγες και αυτές που αποσκοπούσαν σε μία κοινωνική κριτική της υπάρχουσας κατάστασης. Και το κοινωνικό ενδιαφέρον του συγγραφέα είναι πρόδηλο, εφόσον παρουσιάζει την αθλιότητα και την φτώχεια που επικρατούσε στους κολίγους της Θεσσαλίας.
Η αναγκαιότητα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ευλόγως παρουσιάζεται στον “Ζητιάνο”, καθώς η ύπαρξη του γενέθλιου τόπου του ζητιάνου (όπου όλοι οι κάτοικοι είναι επαγγελματίες επαίτες) και η δυσχερής θέση των δουλοπάροικων της Θεσσαλίας («τι καλοί άνθρωποι αυτοί οι Καραγκούνηδες…τον απολάψουν»), που μόλις τότε είχαν περιέλθει στον ελληνικό έλεγχο, υπογραμμίζουν την κοινωνική σημασία της πραγματοποίησης αυτού του στόχου («Έπρεπε να έχουν υπομονή…θα σωθή το Ρωμαίικο!»).
Ο ζητιάνος εκμεταλλεύεται την αμορφωσιά και την αθλιότητα των κολίγων του θεσσαλικού κάμπου («Στην υγειά σας ζωντόβολα…πάντα να φέρνετε»)· είναι ένας αγύρτης, ένας επαγγελματίας επαίτης, ο οποίος καταφέρνει να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του την τυφλή, ως αποτέλεσμα της αμάθειάς τους, εμπιστοσύνη των χωρικών («Ο Τζιριτόκωστας εγνώριζε πολύ καλά…διάφορες αδυναμίες και μυριοπρόσωπες ανάγκες.», «Ο Τζιριτόκωστας ενόησε τώρα την απελπισία τους…χωρίς δισταγμό.»), αυτής της «δούλης γενεάς», όπως τους αναφέρει ο τελωνοφύλακας Βαλαχάς.
Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί στον περιορισμένο ελλαδικό χώρο και η τραγική συγκυρία του ατυχούς πολέμου (1897) με την Οθωμανική Αυτοκρατορία που βρίσκονταν σε οικονομική φθορά, συνάδουν με την κλειστή κοινωνική πραγματικότητα της υπαίθρου, όπου επικρατεί το σύστημα των τσιφλικιών («Είνε αλήθεια πως το έδωκαν με κάποιους όρους…αρνήθηκαν τα δοσίματα και έτρεξαν στα δικαστήρια να δικαιωθούν»)με αποτέλεσμα το χαμηλό βιοτικό και πνευματικό επίπεδο των χωρικών. Το μυθιστόρημα είναι μια σκοτεινή ζωγραφιά της ανθρώπινης ποταπότητας από την μια μεριά και της αθλιότητας από την άλλη («χωριό της Ελλάδος…τέτοια πρόοδο»), και συνάμα ένας αδυσώπητος έλεγχος της κοινωνίας, της ελληνικής κοινωνίας του καιρού του Καρκαβίτσα· εξάλλου το συγγράφει το 1896, μία χρονιά πριν τον πόλεμο.
Η παρουσία των διεφθαρμένων αξιωματούχων, ο τελωνοφύλακας που καταριέται τους δούλους και απαίδευτους μαθήσεως χωρικούς («Τι θέλουν και ζουν στον κόσμο…και να λείψη μια για πάντα η δούλη αυτή γενεά μέσ’ από την αγκαλιά της ελευθερίας και του φωτός!»), αλλά και η εμφανής δυστυχία των χωρικών στην οποία τους υποχρεώνει το ελληνικό κράτος («-Τούρκοι, λέει!...Να δώση ο Θεός!») προδίδουν μέσα από τις στιχομυθίες και τους μονολόγους των την πραγματική πλευρά της ελληνικής υπαίθρου, η οποία διαφέρει κατά πολύ από αυτήν που επικρατούσε στον δυτικό κόσμο, στα τέλη του 19ου αιώνα και παρουσιάζονταν μέσα από τις νουβέλες και τα νατουραλιστικά διηγήματα. Σε αυτό το σημείο άλλωστε διαφοροποιείται ο Ανδρέας Καρκαβίτσας από τους νατουραλιστές· στο γεγονός ότι η νατουραλιστική αίσθηση του αδιεξόδου εξισορροπείται από τα μεγάλα αλυτρωτικά οράματα του συγγραφέα.
Αναφορικά με την αναδρομική αφήγηση που παραθέτει ο πελοποννήσιος συγγραφέας (στις σελίδες 36-45), το απόσπασμα μάς επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε την ιδιοσυγκρασία αυτού του αντιήρωα, μέσα από τις αναφορές στην ζωή και τα χαρακτηριστικά του τόπου του. Για τον νατουραλισμό, η ψυχογράφηση των χαρακτήρων αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ζητούμενά του. Η φύση παρέχει τα γνωρίσματα αυτά που συμπληρώνουν την προσωπικότητα του ήρωα, παράλληλα, εντούτοις, με το περιβάλλον, τις περιστάσεις και τους εξωτερικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα η ζωή του να ορίζεται από αυτές.
Το χωριό Κράβαρα της ορεινής Ναυπακτίας είναι το χωριό των επαγγελματιών επαιτών. Δραματικοί πρωταγωνιστές, συνάμα αντιήρωες, οι κάτοικοι του χωριού παρουσιάζονται μέσα από τη μυθολογική λειτουργία του παρελθόντος ως κληρονόμοι μιας μοίρας με ειδικές ανάγκες. Για τις ανάγκες της κλειστής τους κοινωνίας, ο πληθυσμός έχει εντρυφήσει στις πρακτικές της επαιτείας με αποτέλεσμα η ζητιανιά να αποτελεί τον επαγγελματικό τους προορισμό, σε μια εποχή που ο υπόλοιπος κόσμος μοχθεί για να βγάλει τα προς το ζην.
Από μικρά παιδιά κιόλας, οι Κραβαρίτες μεγαλώνουν και αντρειώνονται δίπλα στους γεροντότερους παρακολουθώντας μαθήματα και ασκήσεις που θα τους επιτρέψουν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του επαγγέλματός τους. Όταν οι άντρες λείπουν στα μακρινά τους ταξίδια και οι γυναίκες ασχολούνται με τις ασθενικές τους καλλιέργειες, οι πρεσβύτεροι παραδίδουν μαθήματα στα πιτσιρίκια σχετικά με την τέχνη της ζητιανιάς. Τους μεταλαμπαδεύουν και καλλιεργούν την ευστροφία, την οξύνοια του πνεύματος, τους γυμνάζουν με σκοπό να γίνουν άξιοι επαίτες, ένα επάγγελμα στο οποίο ο ήρωας φαίνεται από νωρίς κιόλας πως θα πρωταγωνιστήσει κάνοντας περήφανο τον πατέρα του και την κοινωνία του. Ο Τζιριτόκωστας έχοντας μεγαλώσει και αντρειωθεί μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον αποτελεί ένα ακόμα κοινωνικό προϊόν, που αντανακλάει τα ιδιαίτερα στοιχεία του περιβάλλοντός του.
Η κληρονομικότητα και το περιβάλλον της κλειστής κοινωνίας των Κραβάρων είναι τα στοιχεία αυτά που δημιουργούν, χαρακτηρίζουν και δικαιολογούν την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή. Το κοινωνικό και ψυχογραφικό του πορτραίτο συμπληρώνεται με βάση τις οικονομικές και ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στον τόπο του, ένα χωριό στα όρια της φτώχειας με μόνη διέξοδο την επαιτεία, σε μία χώρα η οποία προσπαθεί να ορθοποδήσει στα λίγα χρόνια της ανεξαρτησίας της. Ο Τζιριτόκωστας είναι ένας τραγικός αντιήρωας, εφόσον αυτός και όλοι οι συντοπίτες τουδιαχειρίζονται την καταραμένη τους μοίρα και τις κακοτοπιές της προς όφελός τους και σε βάρος των αδαών και αμαθών. Έχει μάθει να υπομένει τους προπηλακισμούς, τις κατάρες και την κακία των ανθρώπων, γιατί ο σκοπός του είναι ανώτερος και συγκεκριμένος για πάντα· η προγονική δόξα που πρέπει και ο ίδιος με την σειρά του να διατηρήσει είναι να ταξιδεύει από το ελληνικό κράτος στα οθωμανοκρατούμενα μέρη και με την δύναμη του οδηγού του να επιβεβαιώνει την ανωτερότητά του, απατώντας τονκουτόκοσμο, και να επιστρέφει με πλούτη πίσω στην πατρίδα του.
Η γενικότερη λειτουργία της φύσης μέσα στο έργο του Καρκαβίτσα δικαιολογεί τον νατουραλιστικό και ηθογραφικό χαρακτήρα του έργου του. Είναι καταλυτική, καθώς τόσο στα ηθογραφικά και νατουραλιστικά διηγήματα είναι αυτή που πλαισιώνει και χρωματίζει το υπόβαθρο της υπόθεσης των έργων. Η εξαντλητική της περιγραφή καθορίζει και συγκεκριμενοποιεί τον περιβάλλοντα χώρο της δράσης και συνδράμει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην πειστικότερη και πιο ειλικρινή σκιαγράφηση του ανθρώπινου χαρακτήρα και της ισχύουσας κοινωνικής πραγματικότητας.
Στον “Ζητιάνο” ο συγγραφέας αποδίδει στην φύση τον χαρακτηρισμό τηςΟλύμπιας θεάς, υποδηλώνοντας μέσω αυτού την ανωτερότητα τού φυσικού κόσμου. Ασκεί καθοριστική επίδραση στην λειτουργία των προσώπων και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Beaton, οι φυσικές δυνάμεις είναι αυτές που καθορίζουν τις ανθρώπινες πράξεις πέραν από τον έλεγχο του ανθρώπου. Το έντονο αγροτικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, δίνει μια αναμφισβήτητη αμεσότητα φανερώνοντας ταυτόχρονα το μεγαλείο της φύσης. Η ακριβής παρατήρηση του τοπίου και της ατμόσφαιρας, οι μεγάλες δόσεις μελαγχολίας και η εμφανής αθλιότητα που χαρακτηρίζουν το περιβάλλον, όλα αυτά σε συνδυασμό με τις ανθρώπινες αντιξοότητες και την χρονική στασιμότητα αποδίδουν το εύρος μίας φύσης, η οποία περιγράφεται ως απίστευτα όμορφη, παραμένοντας όμως αδιάφορη στα ανθρώπινα προβλήματα παρά το μεγαλείο της και την ομορφιά της.
Ο χρόνος στο διήγημα ελίσσεται σταθερά και αργά, γεγονός που είναι αντιπροσωπευτικό για τη ζωή στην ύπαιθρο. Στην σταθερή του όμως πορεία βασίζεται και ξεδιπλώνεται η διαφορά του νατουραλισμού και της ηθογραφικού διηγήματος, από την υπόλοιπη λογοτεχνία. Η φωτογραφική απεικόνιση και περιγραφή του χώρου καθώς η μία ημέρα διαδέχεται την επόμενη αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα δίνουν την ευχέρεια στον αναγνώστη να υποπτεύεται το εγγύς ενδεχόμενο της έκρηξης. Οι στιγμές περνούν βασανιστικά αργά μα η δικαιοσύνη παρουσιάζεται, ως είθισται αμείλικτη και αδιαπραγμάτευτη την στιγμή που η παρουσία της είναι απαραίτητη.
Στο τελευταίο κεφάλαιο “Δικαιοσύνη” , ο χρόνος συνοδεύει το πεπρωμένο στην μικρή κοινωνία των Καραγκούνηδων. Η φύση, η ανθρώπινη εξουσία και η ευστροφία του πνεύματος καταδικάζουν την στασιμότητα και την νωθρότητα των κολίγων. Η Κρυστάλλω αυτοκτονεί από την σκόνη στην προσπάθειά της να αλλάξει την φυσική πορεία της γέννας της. Οι αρχές συλλαμβάνουν και διώχνουν τους Καραγκούνηδες για το κάψιμο του κονακιού. Ο ζητιάνος εκμεταλλεύεται τους αφελείς και δεισιδαίμονες κατοίκους του χωριού και τον χαμό του παραγιού του και στο τέλος φεύγει το ίδιο τυχοδιωκτικά όπως και έφτασε την πρώτη στιγμή. Οι εξωτερικοί παράγοντες επιδρούν αποφασιστικά επιφέροντας την δικαιοσύνη, μέσω της υποταγής των κολίγων, τον θάνατο της εύπιστης γυναίκας και την ανταμοιβήτου Τζιριτόκωστα για την άθλια συμπεριφορά απέναντι σε αυτόν και τον παραγιό του. Η φυσική πορεία των πραγμάτων φάνηκε να διακόπτεται μα η δικαιοσύνη την αποκαθιστά και πάλι.
Η επιβεβαίωση του πεπρωμένου και η αδυναμία των ανθρώπων να το αλλάξουν επαληθεύεται και στην τελευταία παράγραφο του διηγήματος. Η ανωτερότητα και ταυτόχρονη αδιαφορία της φύσης αποτελούν τις κατευθυντήριες δυνάμεις. Στους κόρφους της βρίσκονται οι απαντήσεις των ανθρώπων, μα η ίδια είναι ανεπηρέαστη και αποδεικνύεται ισότιμη απέναντι τους. Αγκαλιάζει τον ζητιάνο, «όπως δέχεται τόσα κακούργα ερπετά και παράσιτα» και αυτό συμβαίνει γιατί ο ίδιος ο Κραβαρίτης ζητιάνος είναι στοιχείο της, δεν ανήκει στο χωριό και η φύση ως θεότητα προστατεύει τα στοιχεία της.
Ο Λεχαινιώτης νατουραλιστής, ηθογράφος και δριμύς κοινωνικός κριτής Ανδρέας Καρκαβίτσας αξιώνει κάθε ένα συγγραφικό του χαρακτηριστικό μέσα στο διήγημα “Ο Ζητιάνος”. Με περιγραφές προσώπων, καταστάσεων και τοπίων το έργο αντανακλά τον παλμό της ελληνικής πραγματικότητας στην επαρχία, στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσα από την περιπέτεια ενός επαγγελματία επαίτη και την αναταραχή που προκαλεί η παρουσία του σε ένα χωριό του θεσσαλικού κάμπου. Ο κοινωνικός προβληματισμός είναι έντονος, καθώς οι ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της περιόδου προτρέπουν προς αλλαγές. Οι πρωταγωνιστές του έργου αποτελούν κοινωνικά προϊόντα, δημιουργήματα της υπάρχουσας κατάστασης και μέσα από την αφήγηση ο Καρκαβίτσας ξεδιπλώνει την προσωπική του κριτική, απέναντι στις δυσχερείς συνθήκες που επικρατούν στην νεοελληνική επαρχία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)
Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας),Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα 2000
2)
Παράλληλα Κείμενα για την Θ.Ε. Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2006
3)
Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.4’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1985
4)
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός από το 1881 ως το 1913, τ. ΙΔ’, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1977
5)
Καρκαβίτσας, Ανδρέας, Ο Ζητιάνος, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1989
6)
Γκόρπας, Θωμάς, Περιπετειώδες Κοινωνικό και Μαύρο Νεοελληνικό Αφήγημα, τ.Α’, εκδ. Σίσυφος, Αθήνα 1981
7)
Πολίτης, Αλέξης, Αποτυπώματα του Χρόνου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006
8)
Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001
9)
Beaton, Roderick, Εισαγωγή στην Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1996
10)
Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2000