ΓΝΩΣΗ

ΓΝΩΣΗ

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Χρίστος Τσολάκης “Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική”

Με τις λέξεις ο ανθρώπινος εγκέφαλος αιχμαλωτίζει το σύμπαν. Μέσα στις φόρμες των λέξεων γεννιούνται οι σκέψεις. Όπως τα ρεύματα των υδάτων κινούνται στην κοίτη του ποταμού και, αν δεν υπάρχει αυτή, σκορπίζουν και χάνονται, έτσι και οι σκέψεις κινούνται στην κοίτη της γλώσσας και χάνονται, όταν χάνεται εκείνη. Από την ώρα που ο άνθρωπος αποκτά τις λέξεις, η κοίτη της σκέψης του γίνεται λεκτική. Η σκέψη χωρίς τη γλώσσα είναι βουβή, αλλά και η γλώσσα χωρίς τη σκέψη γίνεται κραυγή.
Με τον μικρόκοσμο των λέξεων ελευθερώνεται και φτάνει στο φωναχτό αγέρι της ζωής ο μέγας κόσμος της ανθρώπινης συνείδησης και του ανθρώπινου μόχθου. Οι λέξεις, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» του Ελύτη, είναι αυτές που σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου. Τα όρια του λόγου μου, είπαν, σηματοδοτούν τα όρια του κόσμου μου. Το παιδί κάνει τη μεγαλύτερη ανακάλυψη της ζωής του, όταν συνειδητοποιεί ότι τα πράγματα έχουν ονόματα.
Συνείδηση, επομένως, της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της σκέψης. Συνείδηση της απεραντοσύνης της γλώσσας σημαίνει συνείδηση της απεραντοσύνης της σκέψης. Γι’ αυτό και οι γλώσσες βρίσκονται στα μπόγια των λαών. Ψηλώνουν με το ψήλωμα και συρρικνώνονται με τη συρρίκνωση των σκέψεων και των πολιτισμών των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμοί και οι σκέψεις να προάγονται και οι γλώσσες να φθίνουν. Αυτό και το αντίστροφό του αποκλείονται. Στην τεχνολογία οι λαοί, στην τεχνολογία και οι γλώσσες. Στην ποίηση οι λαοί, στην ποίηση και οι γλώσσες. Άλλες γλώσσες απαιτούσαν οι αρχαίοι πολιτισμοί —πρώτος και καλύτερος ο αρχαιοελληνικός— και άλλες (συνθηματικές και τυπικές) απαιτούν οι σύγχρονοι. «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» επαναλαμβάνει διαρκώς η γλώσσα στη γλωσσική κοινότητα που τη μιλάει.
Μένει κανείς ενεός μπροστά στον κινητικό χαραχτήρα του λόγου. Στο εσωτερικό της λέξης, σαν σε ένα μικρό λεξικό σύμπαν, διαγράφουν με θαυμαστή διακριτικότητα τις τροχιές τους γύρω από το κυρίαρχο νοηματικό κέντρο τα ετερώνυμα φορτία των μικρότερων σημασιολογικών μονάδων, απαράλλαχτα όπως στον αστρικό μέγα κόσμο του ηλιακού συστήματος διαγράφουν με θαυμαστή ακρίβεια τις τροχιές τους γύρω από τον ήλιο οι πλανήτες, και όπως στον μικρόκοσμο του ατόμου διαγράφουν τις δικές τους τροχιές γύρω από τον πυρήνα τα ηλεκτρόνια.
Κίνηση και αγώνας… Και όμως κανείς, ούτε και ο πιο γυμνασμένος νους δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί-τη σχεσιοδυναμική αυτών των αγωνιστικών κινήσεων. Παραμένουν αθέατες. Τις έχει ευλογήσει η σοφία και η αρμονία της δημιουργίας: «ἁρμονίη ἀφανής φανερῆς κρείττων» (Ηράκλειτος).
Και, βέβαια, δεν είναι μόνον η λέξη. Την αγωνιστική, την αγωγική δηλαδή κίνηση του λόγου, την ανιχνεύουμε σε κάθε γλωσσική μονάδα. Κοιτάξτε με το φακό αυτής της σχεσιοδυναμικής των στοιχείων του λόγου την πρόταση:

Το χάσμα γέμισε άνθη.
Σύγκειται από δύο άμεσα συστατικά (την Ονοματική Φράση Το χάσμα, και τη Ρηματική Φράση γέμισε άνθη) τα οποία βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση λογικής δημιουργίας. Το πρώτο θέτει/ονομάζει κάτι, Το χάσμα, και το δεύτερο το σχολιάζει. Συνεπώς η πρόταση έχει δομηθεί από το θέμα και από το σχόλιό του. Υπάρχει μια αγωνιστική λογική σ’ αυτήν την πρόταση που κατοπτρίζει τη λογική του νου. Πρώτα ονομάζει κάτι και ύστερα το συζητάει. Πρόταση λόγου και ανθρώπινη σκέψη διακρίνονται από την ίδια δομική λογική. Ο λόγος χτίζεται κατ’ εικόνα και ομοίωσιν της σκέψης. Είχε άδικο ο Πλάτων που θεωρούσε τη σκέψη εσωτερικευμένη γλώσσα, τη δε γλώσσα εξωτερικευμένη σκέψη; ή ο αρχαίος λόγος που ονόμαζε τη γλώσσα σκέψη της σκέψης; «Γλώσσα νόησις νοήσεως».
Η οριζόντια αυτή κίνηση των γλωσσικών στοιχείων διέπεται από τέτοιες και τόσες αγωνιστικές δυναμικές, ώστε να μπορεί να αυξάνει επ’ άπειρον τη ροή του λόγου. Παρατηρείται στο λόγο ό,τι και στα μαθηματικά. Η ίδια δημιουργική ικανότητα, που παράγει τη γλώσσα, παράγει και τα μαθηματικά, που είναι και αυτά γλώσσα μέσα στην ευρύτερη γλώσσα. Η παγκόσμια γλώσσα των κρυστάλλινων γλωσσικών συμβόλων.
Και η κίνηση συνεχίζεται. Αντίθετη προς την οριζόντια κίνηση του λόγου είναι η κάθετη κίνησή του, η οποία έχει τη δυνατότητα να αντικαθιστά και να πολλαπλασιάζει, προς το άπειρον επίσης, τα γλωσσικά στοιχεία της οριζόντιας κίνησης. Την πρόταση π.χ.
Το χάσμα γέμισε άνθη
μπορούμε να την πολλαπλασιάσουμε κάθετα προς το άπειρον αντικαθιστώντας καθέναν από τους όρους που την αποτελούν με άλλους. Έτσι θα έχουμε τα σχήματα:
Το χάσμα                             άνθη
Το σπίτι                              κόσμο
Ο κήπος                               πουλιά
Το σχολείο                          χαρά
Η γειτονιά   γέμισε          ήλιο
Το χωριό                               φως
Το πάρκο                             φωνές
Το γήπεδο                           τραγούδια
κλπ.                       κλπ.
Διαπιστώνουμε έτσι ότι καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν την πρόταση καλεί, προκαλεί, ανακαλεί και συγκαλεί τα όμοιά του ή τα αντίθετά του.
Οριζόντια, λοιπόν, κίνηση του λόγου και κάθετη συγκροτούν μηχανισμό ο οποίος πολλαπλασιάζει τη γλώσσα προς το άπειρον και έχει τη δυνατότητα να καλύπτει «ες αεί» το φάσμα της σύνολης ζωής. Οι φυσικές γλώσσες είναι απέραντες, πολυδύναμες, πρωτεϊκές, γιατί είναι ζυμωμένες με τα συστατικά του πνεύματος και της ζωής. Είναι, συνεπώς, αφελής, τουλάχιστον, η .άποψη ότι μια φυσική γλώσσα διακρίνεται από γλωσσική πενία. Η γλωσσική πενία ή λεξιπενία απαντάται μόνο σε άτομα.
Μια φυσική γλώσσα με τον πεπερασμένον αριθμό των γλωσσικών της στοιχείων και των γλωσσικών νόμων που τα διέπουν θα μπορούσε να παραγάγει τόσες γλωσσικές μορφές, όσες χρειάζεται μια κοινότητα γλωσσική για να εκφραστεί. Αυτό είναι, νομίζω, και το βαθύτερο νόημα των λόγων του Σολωμού:
«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού σου και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την».
Και δεν γίνεται, βέβαια, να την κυριέψεις χωρίς αγώνα. Με τον αγώνα φτάνει ο ομιλητής στη συνείδηση του λόγου.
Στη χώρα μας, όμως, ο αγώνας του λόγου συχνά νοθεύτηκε και εσίγησε ο λόγος της ελευθερίας.Το ελληνικό σχολείο δεκαετίες ασφυκτιούσε κάτω από τη βαριά σκιά του σχολαστικισμού και της προγονοπληξίας, ανίκανο, θα πει ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, ν’ αποδώσει άλλο από έναν ρηχό εγκεφαλισμό και έναν άγονο ρητορισμό. Στάθηκε ακατάλληλο να μορφώνει μυαλά και να τα κατευθύνει θετικά. Έτσι αφέθηκε, και είναι αφημένη, η νεοελληνική διανοητικότητα στην τύχη, εκτεθειμένη στη ροή των εκάστοτε δημιουργούμενων πολιακών, κοινωνικών και άλλων συνθηκών, με αποτέλεσμα να εκφυλιστεί, ή να εξελιχθεί σε τυχοδιωκτισμό και ερασιτεχνισμό, σε τετραπερατοσύνη και δολιότητα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες καθολικής διγλωσσίας ο αγώνας του λόγου νοθεύτηκε και εσίγησε ο λόγος της ελευθερίας. Τη θέση του την πήρε ο λόγος της υποκρισίας. Ιδού ένα δείγμα του:
Του ατέρμονος κόσμου αι κυανοί στιβάδες, του διφρηλατούντος Φοίβου αι ιλαραί ακτίνες, των ουρανίων αψίδων τα σελασφόρα και μαρμαίροντα κοσμήματα, των ποντίάδων αυρών τα εύστροφα άλματα, των ποικιλοχρόων ανθέων τα αρώματα, και των καλλιφώνων μελωδών του ουρανού τα άσματα μαλάσσουσι το σκληρόν και αύθαδες της φύσεως, δημιουργούσι και περικοσμούσι την ευκρασίαν των ωρών του ενιαυτού και αναδεικνύουσι την χώραν του Ολυμπου και του Ταϋγέτου, του Παρνασσού και της Ίδης, της Ιωνίας και των νήσων, αναδεικνύουσι, λέγομεν, ενδιαίτημα λαού έχοντος ευγενή την καρδίαν και πράον το ήθος.
Πρόκειται για λόγο που δεν στοιχεί σε καμιά πραγματικότητα ούτε αρχαιοελληνική ούτε νεοελληνική. Οι λέξεις έχουν χάσει την εσωτερική τους ζωή και είναι νεκρές. Γι’ αυτό και «μυρίζουν άσχημα σαν μέλισσες σε άδειο πανέρι», όπως λέει ο ποιητής. Δεν πρόκειται για δημοτική ή καθαρεύουσα. Δεν βρίσκεται εκεί το πρόβλημα. Πρόκειται για αληθινό ή υποκριτικό λόγο. Δηλαδή για ζωντανό ή νεκρό λόγο. Κι αυτός ο λόγος είναι νεκρός.
Ακούστε τώρα και το λόγο του Μακρυγιάννη. Στον άλλο κόσμο ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος συναντά τον Μεγάλο Ναπολέοντα και θυμούνται μαζί τον επάνω κόσμο. Θυμούνται και τους Έλληνες:
Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμε τους παλιούς τους Έλληνες, λέει ο Αλέξανδρος, εις το μέρος όπου κατοικούνε, να βρούμε τον γερο-Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιός είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους οπού ήταν χαμένοι και σβησμένοι από τον κατάλογο της ανθρωπότης. Αυτήν οι  αγαθοί και οι δίκαιγοι, το φως της αλήθειας, οι γενναίοι περασπισταί της λευτεριάς, με πατριωτισμόν, με καθαρή αντρεία, μ ’ αρετή κι όχι δόλον κι απάτη επλούτυναν την ανθρωπότη απο αυτά· κι αν ήταν αυτήν οι φτωχοί εις τα προσωρινά και μάταια, είναι πλούσιοι πολύ εις τα ιστορικά τον κόσμον. Δι ’ αυτούς ήταν τα τούς αγώνες της αρετής. Δια τούτο θέλησε ο Θεός ο δίκιος και ανάστησε και τους απογόνους τους, όπου ήταν χαμένη τόσους αιώνες οι πατρίδα τους. […].
Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις τις, πρώτες χρονιές εφόδιαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μην υπάρξουν. Η Αγγλία τους θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, καθώς οι Μαλτέζοι ξυπόλυτους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρούσοι Ρούσους κι ο Μετερνίκ της Αούστριας Αουστριακούς —κι όποιος τους φάγη από τους τέσσερους. Και τους λευτερώνουν χειρότερα κι από τους Τούρκους. Και οι τέσσεροι καλά φρονούν, όμως να ιδούμεν τι λέγει κι αυτός ο μάστορης ο γερο-Θεός.
Ύστερα από τέτοιο λόγο, καλό είναι να σωπαίνει κανείς. Είναι και η σιωπή γλώσσα. Σχολιάζει η φωνή της σιωπής ευγλωττότερα από το λόγο της φωνής. «Είναι ο αγράμματος γενναίος Μακρυγιάννης, που μιλάει, πώποτε μη αναγνώσας». Συλλαβίζεις στη γαλήνη του λόγου του το λόγο της ψυχής του, τον επίμονο αγώνα του να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του και τη δίκαιη συνείδηση του γένους του.
«Μοιάζει, λέει ο Σεφέρης, αυτός ο ζωγραφισμένος λόγος σαν κάτι παλιούς τοίχους που, κοιτάζοντάς τους, θαρρείς πως συλλαβίζεις την κάθε κίνηση του χτίστη, που συναρμολόγησε την αμέσως επόμενη πέτρα με την προηγούμενη, την αμέσως επόμενη προσπάθεια με την προηγούμενη, αποτυπώνοντας πάνω στην τελειωμένη οικοδομή τις περιπέτειες μιας αδιάσπαστης ανθρώπινης ενέργειας».
Τις περιπέτειες του αγώνα του λόγου, που ζωγραφίζονται στο λόγο της ελευθερίας. Αυτή είναι η δύναμη του λόγου του Μακρυγιάννη: η ελεύθερη φωνή χωρίς κουδουνίσματα και κορδακισμούς.
«Δοξάζω τον πανάγαθο Θεό που δεν έδωσε στο Μακρυγιάννη τα μέσα να μάθει γράμματα, συνεχίζει ο Σεφέρης. Πολύ φοβούμαι πως θα έπρεπε να απαρνηθεί τον εαυτό του, αφού την παιδεία την κρατούσαν στα χέρια τους οι “τροπαιούχοι του άδειου λόγου».
Και η μόρφωση, η παιδεία του Μακρυγιάννη, βρίσκεται στις ρίζες της γλώσσας του ελληνισμού, αναπαλλοτρίωτη περιουσία μιας φυλής.
Παιδεία και πολιτισμός μέσα από τη γλώσσα παραδίδονται από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία. Κατατρεγμένη αλλά πάντα ζωντανή η γλώσσα, αγνοημένη αλλά πάντα παρούσα είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Είναι η υπόσταση ακριβώς αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα 1821.
Έπιασε, βλέπετε, βαθιά, και γι’ αυτό κρατιέται πάντα χλωρή, η ρίζα αυτής της γλώσσας. Και δίνει πότε τον Όμηρο, πότε τον Ερωτόκριτο, πότε τον Μακρυγιάννη, πότε το δημοτικό τραγούδι, το παραμύθι, τους μύθους, τους θρύλους, τις παραδόσεις της φυλής. Είναι όλοι τους κλώνοι του ίδιου δέντρου. Θυμάται κανείς, λέει ο εθνικός ποιητής, κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν ριζώνουν για καλά, παλεύουν το χώμα γκρεμίζοντας φράχτες, θραύοντας ταφόπετρες, ανοίγοντας δρόμους. Είναι γιατί ζητούν το φως. Έτσι και ο λόγος ο ελληνικός. Έχοντας από μέσα του δύναμη, —βυθίζεται πολύ βαθιά, βλέπετε, σε καρπερή γη— παλεύει να βγει στο φως της ελευθερίας, για να δέσουν μαζί στο αγλαότερο κάρπισμά τους τον πιο σπάνιο καρπό τους: το λόγο της ελευθερίας.
Κορυφαία στιγμή του αγώνα που πραγματώνει ο λόγος είναι η ποίηση. Στον ποιητικό λόγο οι δυναμικές της λέξης φτάνουν στην πιο υψηλή τους ένταση, γι’ αυτό και κατακτούν τον υψηλότερο δείκτη ελευθερίας. Την ποιητική λέξη, θα μας πει ο Κακριδής, «τη δυναστεύει ένας ακαταμάχητος πόθος ελευθερίας». Προς την ελευθερία της, όμως, υψώνεται η λέξη μέσα από τη σύγκρουση, μέσα από φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις, μέσα από τις δυνάμεις που αποζητούν την έκφραση και τις αντίμαχές τους που σηκώνουν τους φραγμούς. Ένας παράδοξος αγώνας στον οποίο τελικά δεν πρέπει να νικήσουν ούτε αυτές οι δυνάμεις ούτε εκείνες.
Μια τέτοια νίκη θα στην καταστροφή. Είναι ανάγκη να νικήσει ο λόγος. Πρέπει δηλαδή  ο λόγος, μέσα από την σύγκρουση των αντινομικών συστατικών που την συγκροτούν, να λαγαρίσει και να υψωθεί κάθετα πάνω και πέρα απο τις συμβατικότητες της καθημερινής γλώσσας. Το έπαθλο είναι τοτε η διπλή ελευθερία: η δοτή του ελευθερία, αφού θραύει τους φραγμους που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του, και η ελευθερία του ανθρώπου-  αφού απεγκλωβίζεται από τη μόνωσή του και συναντά τον συνάνθρωπου του, για να υπάρξουν μαζί μέσα από την επικοινωνία τους και τη δημιουργία τους.
Γι αυτό και η ελευθερία του λόγου οδηγεί  στη δημιουργία του λόγου. Αυτό σημαίνει πως ο αγώνας για την απελευθέρωση του λόγου οδηγεί στο λόγο της ελευθερίας που είναι  η δημιουργία και η ευτυχία; Το εύδαιμον το ελεύθερον. Γιατί ο λόγος της ελευθερίας είναι ο λόγος που χτίζεται από την αρχή και  μαζί χτίζει από την αρχή τον κόσμο.
«Κοιτάξτε τα χείλη μου, λέει ο Ελύτης, από αυτά εξαρτάται ο κόσμος».
Και ο Σεφέρης:
«Στερνός σκοπός τον ποιητή, λέει, δεν είναι να περιγράφει τον κόσμο, αλλά να τον δημιουργεί ονομάζοντάς τον».
Και ο Emil Benveniste:
«Κάθε φορά που ο λόγος ξετυλίγει ένα γεγονός, κάθε φορά ο κόσμος ξαναρχίζει. Καμιά δύναμη δε θα φτάσει ποτέ αυτή τον λόγου, που δημιουργεί τόσο πολλά με τόσο λίγο».
Ύψιστη στιγμή αυτής της δήμιο αργίας είναι εξάπαντος ο ποιητικός λόγος. Η γλώσσα, τότε, αφήνει τον πεζό της βηματισμό και πιάνει τον ποιητικό χορό, για να χορέψει την ελευθερία της και την ευτυχία της. Άλλωστε ο χορός, όπως και κάθε τέχνη, είναι απελευθέρωση. Τότε η λέξη γοητεύει, και ας γυρίζει η ίδια και η ίδια. Και ας μην είναι φανταχτερή και φουντωτή. Δε σταματάς στο τριμμένο της ένδυμα. Είναι η νέα της κίνηση που σε ξαφνιάζει. Ελεύθερη από τους γήινους δεσμούς λυγάει σαν τη χορεύτρια στους ρυθμούς της νέας κάθε φοράς χορογραφίας. Την έχει αγγίξει η χάρις της ελευθερίας κι αυτήν όπως τον αγωνιστή.
Χρίστος Τσολάκης “Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική”
 ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΊΑ:Αντικλείδι 

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η, γλώσσα

ΕΝΟΤΗΤΑ 2η
  1. Αξία γλώσσας:
    • Αποτελεί όργανο επικοινωνίας (ανταλλαγή ιδεών, πληροφορίες, ενημέρωση…).
    • Είναι ο κύριος φορέας της ανθρώπινης σκέψης, τις οργανώνει, τις μετατρέπει σε συγκροτημένο λόγο και τις  εκφράζει.
    • Αποτελεί μέσο έκφρασης συναισθημάτων.
    • Είναι παράγοντας κοινωνικοποίησης.
    • Συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού αφού η πνευματική δημιουργία στηρίζεται σ” αυτή.
    • Συμβάλλει στην επικοινωνία των λαών.
    • Παρέχει στο άτομο τη δυνατότητα να καλλιεργήσει και να αναπτύξει τη φιλομάθειά του.
    • Βοηθά στην βίωση και μετάδοση της παράδοσης και αναδεικνύεται σε φορέα μνήμης και ιστορίας , σε παράμετρο της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης.
    • Η γλώσσα είναι μέσο εξατομίκευσης για έναν άνθρωπο. Φανερώνει την ιδιαιτερότητά του, το προσωπικό του ύφος και τον διαφοροποιεί από τη μάζα.
  2. Το γλωσσικό πρόβλημα:
    • Χαμηλή ποιότητα στο λόγο μας.
    • Υποβάθμιση της γλώσσας μας.
    • Κρίση που μαστίζει τη γλωσσική μας επικοινωνία.
  3. Στοιχειοθέτηση γλωσσικής υποβάθμισης (Προβλήματα γλώσσας):
    • Λεξιπενία, φτωχό λεξιλόγιο
        • Βαρβαρισμοί
        • Αδυναμία ακριβούς διατύπωσης, λόγος αποσπασματικός, άχρωμος και επίπεδος
        • Βωμολοχίες, ροπή προς τη χυδαιότητα
        • Περιορισμός ζωντανού προφορικού λόγου ( κωδικοποιημένη χρήση της γλώσσας)
        • Καταιγισμός ξένων λέξεων
        • Γλωσσικός λαϊκισμός (χρήση αργκό)
        • Χρήση greeklish
      1. Αίτια της κρίσης:
        • Η παιδεία έχει χάσει το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο. Υπάρχει περιορισμός γλωσσικών μαθημάτων ενώ στο σύνολό της αυτή έχει γίνει καθαρά απομνημονευτική. Κακή οργάνωση γλωσσικής διδασκαλίας.
        • Η απομάκρυνση από την παράδοση που οδηγεί σε άκριτη υιοθέτηση ξένων λέξεων (παγκοσμιοποίηση).
        • Ο ρόλος της εικόνας (ΜΜΕ και κυρίως τηλεόραση) που απομακρύνει από το γραπτό λόγο και τη γνωριμία με τη γλώσσα ενώ προσφέρει συχνά χαμηλού γλωσσικού επιπέδου  ερεθίσματα.
        • Η μαζοποίηση και η συνθηματολογία (οι άνθρωποι μαζεύονται στις πόλεις και λειτουργούν ομοιόμορφα, χωρίς ταυτότητα. Δεν υπάρχει διάλογος).
        • Εκχυδαϊσμός  και εκβαρβαρισμός της γλώσσας στην πολιτική και στη διαφήμιση ,η οποία στηρίζει τη λειτουργία της και την αποτελεσματικότητά της στο λόγο – σλόγκαν και στη μηχανική επανάληψή του.
        • Η οικονομία του χρόνου.
      2. Μέτρα – Προτάσεις:
        • Αναβάθμιση της γλωσσικής διδασκαλίας στα σχολεία και σύνδεση της Νέας Ελληνικής με την Αρχαία γλώσσα.
        • Σωστή χρήση του λόγου των ΜΜΕ και ανάδειξη του Τύπου σε μέσου σωστής γλωσσικής αγωγής. Σχετικές εκπομπές για τη γλώσσα.
        • Δραστηριοποίηση των πνευματικών ανθρώπων αλλά και των ειδικών φορέων για τη γλωσσική καλλιέργεια.
        • Λήψη μέτρων  από την Πολιτεία για την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας (π.χ δημιουργία βιβλιοθηκών).
        • Συμβολή της οικογένειας με την παροχή σωστών προτύπων και την προσπάθειά της να πείσει το παιδί να διαβάζει.
        • ΣΤΟΧΟΣ: Η γλωσσική ευαισθητοποίηση όλων μας!
      3. Γλωσσομάθεια: Η σπουδή της γλώσσας ξένων λαών.
        • Αναγκαιότητα:
          • Ανταγωνισμός σε παγκόσμιο επίπεδο.
          • Εκμηδένιση των αποστάσεων.
          • Ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας .
        • Σημασία της:
          • Πρακτικοί λόγοι επικοινωνίας.
          • Πνευματική καλλιέργεια ατόμου και ανάπτυξη κριτικής ικανότητας.
          • Εμβάθυνση σε όλους τους τομείς της γνώσης και στην ξένη βιβλιογραφία.
          • Αναγκαίο επαγγελματικό εφόδιο.
          • Γνωριμία με τον τρόπο σκέψης ,τη νοοτροπία, την κουλτούρα ενός λαού.
          • Γνωριμία του ανθρώπου με την εθνική του γλώσσα.
          • ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
          • «Η γλώσσα είναι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, αφού χάρη σ’ αυτή ο άνθρωπος ανέπτυξε τον λόγο που αποτελεί τη βάση του πολιτισμού. 
            Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου, κατά τον Wittgestein. Αυτό σημαίνει, γνωρίζω τον κόσμο όσο μου επιτρέπουν οι γλωσσικές μου ικανότητες- επικοινωνώ με τον κόσμο και τα πράγματα στον βαθμό που έχω τις γλωσσικές προϋποθέσεις. Οι δυνατότητες της διάνοιας του ανθρώπου εξαρτώνται από το επίπεδο της γλώσσας που είναι σε θέση να μεταχειρίζεται. 
            Γιατί ο άνθρωπος του οποίου οι γλωσσικές δυνατότητες είναι περιορισμένες δεν μπορεί ούτε να εκφράσει αυτό που σκέπτεται ούτε να σκεφθεί ολοκληρωμένα. Αναγκαστικά, βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα σε ένα στενό και ασφυκτικό γλωσσικό πλαίσιο που δεν του δίνει τη δυνατότητα να σκεφθεί ολόπλευρα και σε βάθος. Η απαιτητική, ποιοτική και αποτελεσματική επικοινωνία είναι ζήτημα που σχετίζεται με τη γλωσσική υποδομή του καθενός. Η γλωσσική καλλιέργεια υπηρετεί και στηρίζει άμεσα και αποτελεσματικά την ανάπτυξη της σκέψης και των πνευματικών δεξιοτήτων του ανθρώπου, ενώ «η σκέψη η απογυμνωμένη σε γνώση γίνεται ουδέτερη και χρησιμοποιείται ως απλό προσόν στις ειδικές αγορές εργασίας αυξάνοντας την εμπορική αξία της προσωπικότητας» [Χορκχάϊμερ, Μ., Αντόρνο, Τ. 1986, Διαλεκτική του διαφωτισμού (μτφρ. Ζ. Ζαρίκας), Αθήνα, Ύψιλον, σ. 226]. 
            Η πνευματική απελευθέρωση του ατόμου, συνεπώς, σχετίζεται άμεσα με τις γλωσσικές δεξιότητες που έχει αναπτύξει, ενώ το γλωσσικό υπόβαθρο του καθενός, ατόμου ή λαού, σηματοδοτεί την πνευματική του εμβέλεια. 
            «Οι γλώσσες», επισημαίνει ο καθηγητής Χρίστος Τσολάκης  (1995), «είναι τα μπόγια των λαών. Ψηλώνουν με το ψήλωμα και συρρικνώνονται με τη συρρίκνωση των σκέψεων και των πολιτισμών των ανθρώπων. Δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμοί και οι σκέψεις να προάγονται και οι γλώσσες να φθίνουν. Αυτό και το αντίστροφο του αποκλείονται. Στην τεχνολογία οι λαοί, στην τεχνολογία και οι γλώσσες, στην ποίηση οι λαοί, στην ποίηση και οι γλώσσες».

            Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για παιδεία και εκπαίδευση χωρίς να αναφερθεί στη γλώσσα, που είναι φορέας μορφωτικών αγαθών και στην οποία στηρίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα. Το επίπεδο της γλωσσικής καλλιέργειας επηρεάζει κατ’ ανάγκη το επίπεδο της παιδείας και της εκπαίδευσης, δεδομένου ότι οι δύο αυτές μορφωτικές διαδικασίες στηρίζονται κατά βάση στον διάλογο, και ο διάλογος στον λόγο, η ποιότητα του οποίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γλωσσική κατάρτιση του καθενός. 
            Αφού, λοιπόν, από τη γλώσσα εξαρτάται η παιδεία και η εκπαίδευση και αφού η παιδεία είναι ένα κοινωνικό αγαθό και ταυτόχρονα δικαίωμα του πολίτη, εξυπακούεται ότι η γλωσσική καλλιέργεια είναι κοινωνικό αγαθό, όρος απαραίτητος τόσο για την πολιτική, κοινωνική, ηθική, αισθητική διαπαιδαγώγηση του πολίτη όσο και για την επιστημονική και επαγγελματική του κατάρτιση.  […]
            Η σωστή γλωσσική παιδεία που θα προσφέρει το σχολείο εγγυάται και τη διαφύλαξη της γλωσσικής μας ταυτότητας και κληρονομιάς. Οι γλώσσες, όπως είναι γνωστό, φθείρονται και απειλούνται. Ας μην ξεχνούμε πως 5.000 περίπου διάλεκτοι εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα λόγω της αποικιοκρατίας. Ο κίνδυνος αυτός είναι ορατός ιδιαίτερα σήμερα εξαιτίας της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που απειλεί τις λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες. Εκτός αυτού, υπάρχει ακόμη ένας κίνδυνος που δημιουργείται με την κακομεταχείριση και στρέβλωση των λέξεων, γεγονός που συμβαίνει, όταν οι ποικιλώνυμες εξουσίες, μικρές ή μεγάλες, θέλουν να υπηρετήσουν ανομολόγητες σκοπιμότητες ή να προπαγανδίσουν…» (Σ.Γκλαβάς, Εκπαίδευση και ποιότητα στο ελληνικό σχολείο: Πρακτικά διημερίδων, Αθήνα, Ίδρυμα Ευγενίδου, 20-21 Μαρτίου 2008 & Θεσσαλονίκη, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, 17-18 Απριλίου 2008, 33-47)
            «…Μιλώντας για τον Wittgenstein, θέλω να επισημάνω ότι έχει μείνει στη γλωσσολογία για το περίφημο «η γλώσσα μου είναι ο κόσμος μου» (στην πραγματικότητα η κατά λέξη μετάφραση είναι : «Τα όρια τής γλώσσας μου ορίζουν τα όρια τού κόσμου μου»). Είπε, δηλαδή, ευθαρσώς ως φιλόσοφος ότι ο κόσμος μου είναι τόσος και τέτοιος όσο μπορώ να τον εκφράσω γλωσσικά. Ό,τι άλλο έχω μέσα μου και δεν μπορώ να το εκφράσω, αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει και γι’ αυτό είναι καλύτερα να σιωπώ. 
            Γλωσσολογική προέκταση αυτής της ρήσης είναι ότι τα πάντα περνούν μέσα από τη γλωσσική επεξεργασία, μέσα από τον γλωσσικό κόσμο τού καθενός. Ένα τρίτο που είπε ο Wittgenstein έχει σχέση με τη σημασία. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα στη γλωσσολογία είναι να ορίσει κανείς τη σημασία μιας λέξης. Η θέση τού Wittgenstein είναι ότι σημασία είναι η χρήση που έχει μια λέξη. Το σύνολο των χρήσεων είναι η σημασία. Πρακτικώς, πήγε στο επικοινωνιακό κομμάτι της εφαρμογής. Κι από την άλλη μεριά, είναι αυτός που είπε ότι αυτά που λέμε με τη γλώσσα πρέπει να επαληθεύονται ή να διαψεύδονται, γιατί η γλώσσα είναι λογική και υπόκειται σε συνθήκες αληθείας κ.λπ. 

            [Από το βιβλίο των Δ. Νανόπουλου – Γ. Μπαμπινιώτη «Από την κοσμογονία στη γλωσσογονία. Μια συν-ζήτηση» (Αθήνα 2010, εκδ. Καστανιώτη), σελ. 81-82]
            Το μόνο που έχω να προσθέσω στα παραπάνω δεν είναι άλλο από το Σολωμικό: «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στό νοῦ μου, πάρεξ ἐλευθερία καί γλῶσσα;», που οφείλουμε να το ενστερνισθούμε όλοι μας…

            Γλώσσα και έθνος

            Η σημερινή Ελλάδα υπάρχει ως έθνος και ως κράτος χάρη στο γεγονός ότι ο λαός της μιλάει ελληνικά. Αν η ελληνική γλώσσα είχε χαθεί και εδώ κάτω, όπως χάθηκε στη Β. Βαλκανική, όπου εκτεινόταν παλαιότερα, είναι αυτονόητο ότι εμείς σήμερα θα ήμαστε πολίτες ενός κράτους νοτιοσλαβικού ή αλβανικού. Η κοινή γλώσσα συντήρησε τη συνοχή προς την Ελλάδα και την παντοτινή ελπίδα της ένωσης μαζί της των τμημάτων του ελληνισμού που βρέθηκαν ή βρίσκονται έξω από τα σύνορά της. Η Κύπρος, λ.χ., και η Β. Ήπειρος δε θα είχαν μείνει προσηλωμένες στα ελληνικά πεπρωμένα, αν είχε συμβεί να γίνουν γλωσσικά ξένες προς τον ελληνισμό.
            Η σημερινή γλωσσική ομοιογένεια των χώρων του ελληνικού κράτους επικυρώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ιστορική ελληνικότητα των κατοίκων της. Κι έτσι η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας σε όλη την Ελλάδα αποκτά τη βαρύτητα του πιο συντριπτικού κριτηρίου για την επιβίωση του ελληνισμού. Μαζί της και χάρη σ’ αυτήν επιζεί ιστορικά το ελληνικό έθνος. Μαζί της θα επιζήσει και στο μέλλον, και χωρίς αυτή θα πεθάνει. Ύστερα από αγώνα χιλιετιών, αγώνα άγριο, αδυσώπητο και αδιάκοπο, αφού δέχτηκε σαν βράχος τα κύματα των ξένων γλωσσών, έμεινε στη θέση της σαν απόρθητο τείχος. Η πάλη της αυτή μόνο με το μυθικό πάλεμα του Διγενή προς το Χάρο θα μπορούσε να παρομοιαστεί, με τη διαφορά ότι στο τέλος ο γλωσσικός Διγενής βγαίνει νικητής.
            «Νικήτρα του θανάτου» ονόμασε τη γλώσσα μας ο Παλαμάς. Και αν θυμηθούμε πως ελληνική γλώσσα δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ανθρώπους που μιλούν ελληνικά, καταλαβαίνουμε αμέσως όλο το βάθος του ιστορικού μηνύματος. Η ελληνική γλώσσα –η σημερινή– ισοδυναμεί με την ιστορική επιβίωση της φυλής των Ελλήνων. Π. Ανδριώτης, Γλώσσα και έθνος (Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ., 1963)

            2.Η εισβολή των ξένων λέξεων ως πρόβλημα νοοτροπίας

            Για το μεγάλο αυτό θέμα θα πω μόνο το εξής: οι ξένες λέξεις μπορούν μόνο να βλάψουν τη γλώσσα μας όσο χρησιμοποιούνται άκριτα, αχρείαστα και σε υπερβολικές δόσεις. Γλώσσες μικρές (σε χρήση), όπως η ελληνική, πρέπει να φυλάγονται από την αθρόα και αλόγιστη χρήση ξένων λέξεων, στην οποία συνήθως οδηγούν το κοινωνικό και πολιτικό γόητρο και η εμπορική εκμετάλλευση μιας δεσπόζουσας ξένης γλώσσας. Δεν είναι η ίδια η χρήση της ξένης λέξης που πρέπει να μας ανησυχεί, όσο η αντίληψη, το πνεύμα και οι λόγοι που οδηγούν στη χρήση της. Ο μιμητισμός, η ξενομανία και η εύκολη λύση οδηγούν βαθμιαία στην αχρήστευση πολλών λέξεων της ελληνικής, εις βάρος της αξιοποίησης λέξεων και παραγωγικών μηχανισμών της γλώσσας μας που θα βοηθούσαν αποτελεσματικά να δηλώσουμε έννοιες εκφραζόμενες από τις ξένες λέξεις. Βεβαίως, από το σημείο αυτό μέχρι του να θεωρούμε «έγκλημα καθοσιώσεως» τη χρήση μιας ξένης λέξης ή να καταλαμβανόμαστε από οίστρο γλωσσικής ξενηλασίας, υπάρχει μεγάλη απόσταση.
            Γ. Μπαμπινιώτης, Η γλώσσα ως αξία: το παράδειγμα της ελληνικής (Αθήνα: Gutenberg, 1999)

Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

"Πολυτέλεια" η γλώσσα ή "αναγκαιότητα";


Γλῶσσα: πνευματικὴ «πολυτέλεια» ἤ ἀναγκαιότητα;
Μπορεῖ ἡ γλῶσσα ὡς σύστημα νὰ διέπεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας (γιὰ νὰ εἶναι κατακτήσιμη καὶ ἀνακλήσιμη), ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸ φάσμα τῶν νοημάτων που μπορεί να δηλώσει, τὴν ἔκταση, τὴν ποικιλία, τὶς ἀποχρώσεις, τὶς πολλαπλὲς δυνατότητες καὶ διαφοροποιήσεις προοπτικῆς τοῦ μηνύματος, ἡ γλῶσσα ἀποτελεῖ μιὰ πνευματική «πολυτέλεια» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς πολυτέλειας θὰ καταντοῦσε μιὰ ἰσοπεδωμένη καὶ ἐγγενῶς ἐξισωτικὴ ἀνθρώπινη ἔκφραση ποὺ θὰ μηδένιζε τὴν προσωπικότητα τοὺ ἀνθρώπου καὶ θὰ τὴν εὐτέλιζε σὲ μιὰ μηχανιστικὴ διεκπεραιωτικὴ μορφὴ ἐπικοινωνίας, ποὺ γιὰ ἄλλους λόγους (ὄχι ἰδεολογικοὺς) θὰ θύμιζε σὲ ἰσχνότητα περισσότερο τὴ «Νέα Ὁμιλία» τοῦ Orwell !
Στὴν πραγματικότητα ἡ «πολυτέλεια» αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴ δυνατότητα ἐπιλογῶν στὴν ἐπικοινωνία μας, δηλ. μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης μας καὶ τὴ δυνατότητα πολλαπλῆς διαφοροποίησης, κλιμάκωσης καὶ ποικιλομορφίας τοῦ λόγου μας. Ἄρα δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πολυτέλεια μὲ τὴ συνήθη ἔννοια τοῦ ἐπιπλέον, τοῦ περιττοῦ. Εἶναι χάρισμα καὶ ἀναγνωριστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἀπαραίτητη συνθήκη λειτουργίας τοῦ πνεύματός του, ἄρα τελικὰ ἀνάγκη καὶ ὄχι πολυτέλεια.
Ἔτσι λ.χ. ἡ ὕπαρξη συνωνύμων στὴ γλῶσσα ἢ ἡ δυνατότητα χρήσης (καὶ ἐπιλογῆς) περισσοτέρων συντακτικῶν καὶ μορφολογικῶν δομῶν δίνει ἄλλες διαστάσεις στὴν ἔκφραση, ἀλλάζει τὴν προοπτική, τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς δήλωσης τῶν λεγομένων ἀπὸ πλευρᾶς ὁμιλητῆ καί, γενικά, ἐνισχύει τὴν ποιότητα τῆς ἔκφρασης καὶ τοῦ λόγου. Γιατὶ ὅλες αὐτὲς οἱ δυνατότητες ἐπιλογῆς, ὅ,τι ὀνομάσαμε «πολυτέλεια», τελικὰ δηλώνουν διαφορετικὲς σημασιολογικὲς προσεγγίσεις, διαφορετικὲς ὄψεις, αντιλήψεις καὶ προοπτικὲς τοῦ γλωσσικοῦ μηνύματος, διαφορετικὲς μορφὲς τοῦ ὕφους τοῦ κάθε ὁμιλητῆ. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ «πολυτέλεια» στὴ γλῶσσα ὑπηρετεῖ τὴ δημιουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ δυνατότητά του νὰ οἰκοδομήσει τὴ δική του προσωπικὴ θέαση τῶν πραγμάτων, δηλ. τὴν ἐλευθερία του.
Ἄν δεῖ κανεὶς τὴ γλῶσσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιά, ὡς μοναδικὸ προνόμιο προσωπικῆς θέασης καὶ παρουσίασης τοῦ κόσμου καί, ὡς ἐκ τούτου, ὕψιστης καὶ οὐσιαστικῆς μορφῆς ἐλευθερίας, τότε ἡ γλῶσσα δὲν ἀποτελεῖ πολυτέλεια ἀλλὰ ἀναπότρεπτη ἀναγκαιότητα τῆς ἴδιας τῆς ὑφῆς τοῦ πνεύματος, ποὺ χωρὶς αὐτή θὰ ἦταν ἕνα φρικτὸ σύνολο πληκτικῶν ἐπαναλήψεων καὶ μιὰ αὐτόματη μηχανιστικὴ διαδικασία ἀφόρητης ὁμοιογένειας.
Γ. Μπαμπινιώτης

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Ο Ελύτηςγια την ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ, τη ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ και τη ΣΥΝΕΧΕΙΑ τής γλώσσας μας


«Ἡ πολυαιώνια παρουσία πάνω στά δώθε ἤ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νά καθιερώσει μιάν ὀρθογραφία, ὅπου τό κάθε ὠμέγα, τό κάθε ὕψιλον,ἡ κάθε ὀξεία καί ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δέν εἶναι παρά ἕνας κολπίσκος, μιά κατωφέρεια, μιά κάθετη βράχου πάνω σέ μιά καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιών, ἀσπράκια ἤ κοκκινάκια, ἐδῶ ἤ ἐκεῖ, ἀπό περιστεριῶνες καί γλάστρες μέ γεράνια. Εἶναι μιά γλώσσα μέ πολύ αὐστηρή γραμματική, πού τήν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπό τήν ἐποχή πού δέν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καί τήν τήρησε μέ θρησκευτική προσήλωση κι ἀντοχή ἀξιοθαύμαστη, μέσα στίς πιό δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ’ ἐμεῖς, μέ τά διπλώματα καί τούς νόμους,νά τόν βοηθήσουμε. Καί σχεδόν τόν ἀφανίσαμε.»
 O. Ελύτης (Δημόσια και Ιδιωτικά)