Γλῶσσα: πνευματικὴ «πολυτέλεια» ἤ ἀναγκαιότητα;
Μπορεῖ ἡ γλῶσσα ὡς σύστημα νὰ διέπεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας (γιὰ νὰ εἶναι κατακτήσιμη καὶ ἀνακλήσιμη), ἀλλὰ ὡς πρὸς τὸ φάσμα τῶν νοημάτων που μπορεί να δηλώσει, τὴν ἔκταση, τὴν ποικιλία, τὶς ἀποχρώσεις, τὶς πολλαπλὲς δυνατότητες καὶ διαφοροποιήσεις προοπτικῆς τοῦ μηνύματος, ἡ γλῶσσα ἀποτελεῖ μιὰ πνευματική «πολυτέλεια» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἔλλειψη αὐτῆς τῆς πολυτέλειας θὰ καταντοῦσε μιὰ ἰσοπεδωμένη καὶ ἐγγενῶς ἐξισωτικὴ ἀνθρώπινη ἔκφραση ποὺ θὰ μηδένιζε τὴν προσωπικότητα τοὺ ἀνθρώπου καὶ θὰ τὴν εὐτέλιζε σὲ μιὰ μηχανιστικὴ διεκπεραιωτικὴ μορφὴ ἐπικοινωνίας, ποὺ γιὰ ἄλλους λόγους (ὄχι ἰδεολογικοὺς) θὰ θύμιζε σὲ ἰσχνότητα περισσότερο τὴ «Νέα Ὁμιλία» τοῦ Orwell !
Στὴν πραγματικότητα ἡ «πολυτέλεια» αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴ δυνατότητα ἐπιλογῶν στὴν ἐπικοινωνία μας, δηλ. μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης μας καὶ τὴ δυνατότητα πολλαπλῆς διαφοροποίησης, κλιμάκωσης καὶ ποικιλομορφίας τοῦ λόγου μας. Ἄρα δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πολυτέλεια μὲ τὴ συνήθη ἔννοια τοῦ ἐπιπλέον, τοῦ περιττοῦ. Εἶναι χάρισμα καὶ ἀναγνωριστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἀπαραίτητη συνθήκη λειτουργίας τοῦ πνεύματός του, ἄρα τελικὰ ἀνάγκη καὶ ὄχι πολυτέλεια.
Ἔτσι λ.χ. ἡ ὕπαρξη συνωνύμων στὴ γλῶσσα ἢ ἡ δυνατότητα χρήσης (καὶ ἐπιλογῆς) περισσοτέρων συντακτικῶν καὶ μορφολογικῶν δομῶν δίνει ἄλλες διαστάσεις στὴν ἔκφραση, ἀλλάζει τὴν προοπτική, τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς δήλωσης τῶν λεγομένων ἀπὸ πλευρᾶς ὁμιλητῆ καί, γενικά, ἐνισχύει τὴν ποιότητα τῆς ἔκφρασης καὶ τοῦ λόγου. Γιατὶ ὅλες αὐτὲς οἱ δυνατότητες ἐπιλογῆς, ὅ,τι ὀνομάσαμε «πολυτέλεια», τελικὰ δηλώνουν διαφορετικὲς σημασιολογικὲς προσεγγίσεις, διαφορετικὲς ὄψεις, αντιλήψεις καὶ προοπτικὲς τοῦ γλωσσικοῦ μηνύματος, διαφορετικὲς μορφὲς τοῦ ὕφους τοῦ κάθε ὁμιλητῆ. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ «πολυτέλεια» στὴ γλῶσσα ὑπηρετεῖ τὴ δημιουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ δυνατότητά του νὰ οἰκοδομήσει τὴ δική του προσωπικὴ θέαση τῶν πραγμάτων, δηλ. τὴν ἐλευθερία του.
Ἄν δεῖ κανεὶς τὴ γλῶσσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιά, ὡς μοναδικὸ προνόμιο προσωπικῆς θέασης καὶ παρουσίασης τοῦ κόσμου καί, ὡς ἐκ τούτου, ὕψιστης καὶ οὐσιαστικῆς μορφῆς ἐλευθερίας, τότε ἡ γλῶσσα δὲν ἀποτελεῖ πολυτέλεια ἀλλὰ ἀναπότρεπτη ἀναγκαιότητα τῆς ἴδιας τῆς ὑφῆς τοῦ πνεύματος, ποὺ χωρὶς αὐτή θὰ ἦταν ἕνα φρικτὸ σύνολο πληκτικῶν ἐπαναλήψεων καὶ μιὰ αὐτόματη μηχανιστικὴ διαδικασία ἀφόρητης ὁμοιογένειας.
Στὴν πραγματικότητα ἡ «πολυτέλεια» αὐτὴ συνδέεται μὲ τὴ δυνατότητα ἐπιλογῶν στὴν ἐπικοινωνία μας, δηλ. μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς σκέψης μας καὶ τὴ δυνατότητα πολλαπλῆς διαφοροποίησης, κλιμάκωσης καὶ ποικιλομορφίας τοῦ λόγου μας. Ἄρα δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ πολυτέλεια μὲ τὴ συνήθη ἔννοια τοῦ ἐπιπλέον, τοῦ περιττοῦ. Εἶναι χάρισμα καὶ ἀναγνωριστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ ἀπαραίτητη συνθήκη λειτουργίας τοῦ πνεύματός του, ἄρα τελικὰ ἀνάγκη καὶ ὄχι πολυτέλεια.
Ἔτσι λ.χ. ἡ ὕπαρξη συνωνύμων στὴ γλῶσσα ἢ ἡ δυνατότητα χρήσης (καὶ ἐπιλογῆς) περισσοτέρων συντακτικῶν καὶ μορφολογικῶν δομῶν δίνει ἄλλες διαστάσεις στὴν ἔκφραση, ἀλλάζει τὴν προοπτική, τὴν ὀπτικὴ γωνία τῆς δήλωσης τῶν λεγομένων ἀπὸ πλευρᾶς ὁμιλητῆ καί, γενικά, ἐνισχύει τὴν ποιότητα τῆς ἔκφρασης καὶ τοῦ λόγου. Γιατὶ ὅλες αὐτὲς οἱ δυνατότητες ἐπιλογῆς, ὅ,τι ὀνομάσαμε «πολυτέλεια», τελικὰ δηλώνουν διαφορετικὲς σημασιολογικὲς προσεγγίσεις, διαφορετικὲς ὄψεις, αντιλήψεις καὶ προοπτικὲς τοῦ γλωσσικοῦ μηνύματος, διαφορετικὲς μορφὲς τοῦ ὕφους τοῦ κάθε ὁμιλητῆ. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ «πολυτέλεια» στὴ γλῶσσα ὑπηρετεῖ τὴ δημιουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴ δυνατότητά του νὰ οἰκοδομήσει τὴ δική του προσωπικὴ θέαση τῶν πραγμάτων, δηλ. τὴν ἐλευθερία του.
Ἄν δεῖ κανεὶς τὴ γλῶσσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκοπιά, ὡς μοναδικὸ προνόμιο προσωπικῆς θέασης καὶ παρουσίασης τοῦ κόσμου καί, ὡς ἐκ τούτου, ὕψιστης καὶ οὐσιαστικῆς μορφῆς ἐλευθερίας, τότε ἡ γλῶσσα δὲν ἀποτελεῖ πολυτέλεια ἀλλὰ ἀναπότρεπτη ἀναγκαιότητα τῆς ἴδιας τῆς ὑφῆς τοῦ πνεύματος, ποὺ χωρὶς αὐτή θὰ ἦταν ἕνα φρικτὸ σύνολο πληκτικῶν ἐπαναλήψεων καὶ μιὰ αὐτόματη μηχανιστικὴ διαδικασία ἀφόρητης ὁμοιογένειας.
Γ. Μπαμπινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.