ΓΝΩΣΗ

ΓΝΩΣΗ

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Συνώνυμα- Αντώνυμα

  • Αβέβαιος
ΣΥΝ:αμφίβολος, ασαφής, άδηλος, ακαθόριστος, διστακτικός, ανασφαλής
ΑΝΤ: βέβαιος, σαφής, καθορισμένος, σταθερός, σίγουρος, βέβαιος, εγγυημένος
  • Άβουλος
ΣΥΝ: παθητικός, κατευθυνόμενος, χειραγωγημένος, αναποφάσιστος, άκριτος
ΑΝΤ: έξυπνος, εύστροφος, αυτεξούσιος, αυτενεργός, σκεπτόμενος, υπεύθυνος
  • Άγονος
ΣΥΝ: άκαρπος, αναποτελεσματικός, ατελέσφορος, μάταιος, άσκοπος, ανώφελος
ΑΝΤ:εύφορος,πλούσιος,καρποφόρος,αποδοτικός,αποτελεσματικός,δημιουργικός,ωφέλιμος, παραγωγικός
     Αδαής
ΣΥΝ: άσχετος, άπειρος, απληροφόρητος
ΑΝΤ: ειδήμων, ειδικός, γνώστης, καταρτισμένος, συγκροτημένος, καλλιεργημένος
  • Άδηλος
ΣΥΝ: αβέβαιος, αδιευκρίνιστος, αμφίβολος, κρυφός, μυστικός, αφανής, αόρατος
ΑΝΤ: εμφανής, συγκεκριμένος, δεδομένος, γνωστός, αναμφίβολος, φανερός
  • Αδιάβλητος
ΣΥΝ:τίμιος,άψογος,άμεμπτος,αδέκαστος,αντικειμενικός,αμερόληπτος,δίκαιος,αξιοκρατικός
ΑΝΤ: διαβλητός, ύποπτος, μεροληπτικός, διεφθαρμένος, άδικος, αναξιοκρατικός
     Αδιανόητος
ΣΥΝ: ανήκουστος, πρωτάκουστος, εξωφρενικός, ασύλληπτος, πέραν της κοινής λογικής
ΑΝΤ: κοινότοπος, φυσικός, λογικός, εύλογος, θεμιτός, αυτονόητος, πιθανός
  • Αδιευκρίνιστος
ΣΥΝ: μπερδεμένος, αδιασάφητος, περίπλοκος, αδιαφώτιστος, συγκεχυμένος
ΑΝΤ: διευκρινισμένος, αποσαφηνισμένος, ξεκάθαρος, σαφής, διαυγής
     Αδρός
ΣΥΝ:έντονος,χτυπητός,ευδιάκριτος,άφθονος,μπολικός,επαρκής,πλούσιος,μεστός,χυμώδης
ΑΝΤ:λεπτός,μαλακός,διακριτικός,αναλυτικός,εξαντλητικός,πλήρης,ραδινός,καχεκτικός
    Αιδημοσύνη
ΣΥΝ: ντροπαλότητα, ντροπαλοσύνη, συστολή, ηθική αυτοσυγκράτηση
ΑΝΤ: αδιαντροπιά, ξετσιπωσιά, ξεδιαντροπιά, χυδαιότητα, προστυχιά
   Αίσιος
ΣΥΝ:ευνοϊκός,ευοίωνος,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,ευμενής,θετικός,ευχάριστος,επιτυχής,φωτεινός,λαμπρός
ΑΝΤ: δυσοίωνος, απαισιόδοξος, απελπιστικός, αποθαρρυντικός
    Αιχμή
ΣΥΝ: ακίδα, μύτη, κορυφή, υπαινιγμός
ΑΝΤ:εφεδρεία,συμπλήρωμα,ύφεση,χαλάρωση,ελάττωση,αραίωση,εξασθένηση,εξάντληση
  • Ακατάλληλος
ΣΥΝ: αταίριαστος, ανάρμοστος, ανίκανος, άσχετος, ασύμβατος, άστοχος
ΑΝΤ: κατάλληλος, ταιριαστός, ευνοϊκός, προτεινόμενος, απαραίτητος, ακριβής
  • Ακούσιος
ΣΥΝ: αθέλητος, ασχεδίαστος, απρογραμμάτιστος, αυθόρμητος, συμπτωματικός
ΑΝΤ: εκούσιος, ηθελημένος, εσκεμμένος, σκόπιμος, συνειδητός, επιλεγμένος
  • Ακυρώνω
ΣΥΝ:καταργώ,καταλύω,αναιρώ,ανακαλώ,ματαιώνω,μηδενίζω,αποδυναμώνω
ΑΝΤ:θεσπίζω,εφαρμόζω,επικυρώνω,επιβεβαιώνω,διατηρώ,δυναμώνω,τηρώ
  • Αλόγιστος
ΣΥΝ:απερίσκεπτος,άκριτος,ανεύθυνος,αδικαιολόγητος,υπερβολικός,άμετρος
ΑΝΤ:λογικός,συνετός,φρόνιμος,μετρημένος,υπεύθυνος,ασφαλής,ανεκτός
  • Αμείωτος
ΣΥΝ: ακέραιος, αμετάβλητος, συνεχής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος, σταθερός
ΑΝΤ: ελαττωμένος, συρρικνωμένος, μειωμένος, περιορισμένος, πτωτικός
  • Αμυδρός
ΣΥΝ: αόριστος, θολός, δυσδιάκριτος, αδύναμος, ελάχιστος, περιορισμένος
ΑΝΤ: ακριβής, συγκεκριμένος, εμφανής, έντονος, αισθητός, αρκετός, ξεκάθαρος
  • Αναβαθμίζω
Σ:ανεβάζω,ενισχύω,προβιβάζω,ισχυροποιώ,προάγω,βελτιώνω,προωθώ,διευρύνω,εμπλουτίζω
ΑΝΤ: υποβαθμίζω, υποβιβάζω, αποδυναμώνω, απαξιώνω, περιορίζω, επιδεινώνω
  • Αναβιώνω
ΣΥΝ: ξαναζωντανεύω, επαναφέρω, επανέρχομαι, ανακαλούμαι
ΑΝΤ: λησμονώ, ξεχνώ, φθίνω
  • Αναζωογονώ
ΣΥΝ: τονώνω, φρεσκάρω, αναθερμαίνω, ανανεώνω, ενισχύω, ξαναφουντώνω
ΑΝΤ: εξαντλώ, εξουθενώνω, κουράζω, αποδυναμώνω, υπονομεύω
  • Αναθαρρώ
ΣΥΝ: ξεθαρρεύω, εμψυχώνομαι, τονώνομαι
ΑΝΤ: αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι, απελπίζομαι, καταρρέω
  • Αναθεωρώ
ΣΥΝ: ξανακοιτάζω, επανεξετάζω, ελέγχω, αλλάζω, μεταβάλλω, τροποποιώ
ΑΝΤ: διατηρώ, κρατάω κάτι άθικτο
  • Αναιρώ
ΣΥ:αντικρούω,ανακαλώ,ακυρώνω,καταργώ,αντιφάσκω,διαγράφω,εναντιώνομαι,υπαναχωρώ
ΑΝΤ: επιβεβαιώνω, τεκμηριώνω, θεμελιώνω, τηρώ, εκπληρώνω, διατηρώ, συνεχίζω, συμπληρώνω, εναρμονίζομαι, συμφωνώ, επαληθεύω, επιβεβαιώνω
  • Αναλώνω
ΣΥΝ: ξοδεύω, δαπανώ, διαθέτω, προσφέρω, αφιερώνω, εξαντλώ
ΑΝΤ
: κρατώ, συντηρώ, φυλάω, εξοικονομώ, φείδομαι, υπολογίζω
  • Αναπληρώνω
ΣΥΝ: αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, καλύπτω, συμπληρώνω, βοηθώ
ΑΝΤ: διατηρώ, κρατάω, χάνω
  • Αναπόσπαστος
ΣΥΝ: αχώριστος, φυσικός, εγγενής, δομικός, θεμελιώδης, αξεκόλλητος
ΑΝΤ:αποσπάσιμος,διαχωρίσιμος,επίκτητος,τεχνητός,πρόσθετος,συμπληρωματικός,απαλλοτριώσιμος,συνδεδεμένος
  • Αναπόφευκτος
ΣΥΝ: αναπόδραστος, μοιραίος, αναγκαίος, αναγκαστικός, υποχρεωτικός
ΑΝΤ: αποτρέψιμος, αναστρέψιμος, αβέβαιος, προαιρετικός

  • Ανασυγκροτώ
ΣΥΝ: ξαναφτιάχνω, ανασυντάσσω, ανασυνδέω, αναδομώ, ανασχηματίζω
ΑΝΤ: διαλύω, χαλάω, απορρυθμίζω, αποδιοργανώνω, καταστρέφω, αποσυνθέτω
  • Ανασύσταση
ΣΥΝ: ανασυγκρότηση, επανίδρυση, επαναλειτουργία, αναβίωση
ΑΝΤ: διάλυση, κλείσιμο, κατάλυση
  • Ανεμπόδιστος
ΣΥΝ: απρόσκοπτος, ελεύθερος, απεριόριστος, ανενόχλητος, απερίσπαστος
ΑΝΤ: εμποδισμένος, κωλυόμενος, περιορισμένος, ελεγχόμενος, δύσκολος
  • Ανένδοτος
ΣΥΝ: ανυποχώρητος, αμετακίνητος, αδιάλλακτος, αμετάπειστος, άκαμπτος
ΑΝΤ: ενδοτικός, υποχωρητικός, συζητήσιμος, διαλλακτικός, επιεικής, συμβιβαστικός, ήπιος, μετριοπαθής
  • Ανεπαρκής
ΣΥΝ: ελλιπής, λιγοστός, μικρός, περιορισμένος, πενιχρός, αναποτελεσματικός
ΑΝΤ: αρκετός, επαρκής, ικανοποιητικός, άφθονος, περίσσιος, πλούσιος, ικανός
  • Ανέχομαι
ΣΥΝ:υπομένω,υφίσταμαι,αντέχω,υποφέρω,επιτρέπω,δικαιολογώ,παραβλέπω
ΑΝΤ: δυσανασχετώ, αγανακτώ, εξανίσταμαι, διαμαρτύρομαι, αποδοκιμάζω
  • Ανιδιοτελής
ΣΥΝ: αφιλοκερδής, αγνός, ανυστερόβουλος
ΑΝΤ: ιδιοτελής, συμφεροντολόγος, κερδοσκοπικός, ωφελιμιστής, υστερόβουλος
  • Ανούσιος
ΣΥΝ: αδιάφορος, ανιαρός, ασήμαντος, περιττός, μάταιος, άσκοπος
ΑΝΤ: ουσιώδης, μεστός, αξιόλογος, σημαντικός, ουσιαστικός, καίριος, ενδιαφέρων, συναρπαστικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, αποτελεσματικός
  • Αντέχω
ΣΥΝ: υπομένω, ανέχομαι, συγκρατούμαι, αντεπεξέρχομαι, αυτοπεριορίζομαι
ΑΝΤ: αντιδρώ, δυσανασχετώ, αγανακτώ, εξουθενώνομαι, αδυνατώ, εξαντλούμαι
  • Αντίκτυπος
ΣΥΝ:συνέπεια,αποτέλεσμα,επίπτωση,επενέργεια,επίδραση,απήχηση,απόηχος
   Αντίρροπος
ΣΥΝ:αντίζυγος,εξισορροπητικός,αντισταθμιστικός,αντίδρομος,αντίθετης κατεύθυνσης
ΑΝΤ:ομόρροπος,συναφής,συγγενής,συγγενικός,ενιαίος,αρμονικός,κοινός,ο ίδιος
    Αντίφαση
ΣΥΝ: αντινομία, εναντιολογία, αμοιβαία αποκλειόμενες θέσεις/προτάσεις, αντιθέσεις, αντίρροπες εσωτερικές δυνάμεις
ΑΝΤ: ταυτότητα, ταυτολογία, ομοιότητα, κοινότητα, σύμπτωση, συμφωνία, ταύτιση
  • Ανυπέρβλητος
ΣΥΝ: αξεπέραστος, ανυπέρβατος, ανίκητος, ακαταγώνιστος
ΑΝΤ:υπερβατός,εύκολος,αντιμετωπίσιμος,κοινός,ευκίνητος,εφικτός,κατορθωτός
  • Απαράβατος
ΣΥΝ: υποχρεωτικός,δεσμευτικός,απαραβίαστος,αδιαπραγμάτευτος,ακατάργητος
ΑΝΤ: προαιρετικός, αναιρέσιμος, αθετήσιμος, παραβιάσιμος, ακυρώσιμος
  • Απειλή
ΣΥΝ: εκφοβισμός, κίνδυνος, φάσμα, φόβος, φοβέρα, φοβέρισμα
ΑΝΤ
:ενθάρρυνση,εμψύχωση,συμπαράσταση,προστασία,εγγύηση,διασφάλιση
  • Άπειρος
ΣΥΝ: άμαθος, άβγαλτος, ατελείωτος, απέραντος, απεριόριστος, αμέτρητος
ΑΝΤ: έμπειρος, πεπειραμένος, περιορισμένος, μικρός, ελάχιστος, πεπερασμένος
  • Απέραντος
ΣΥΝ: άπειρος, αχανής, ατελείωτος, ανυπολόγιστος, ανεξάντλητος, απεριόριστος
ΑΝΤ: πεπερασμένος, (περι) ορισμένος, λιγοστός, μικρός, ελάχιστος, απειροστός
  • Αποβάλλω
ΣΥΝ: απομακρύνω, εκδιώκω, εκβάλλω, απορρίπτω, απεκκρίνω, ξεφορτώνομαι
ΑΝΤ: προσκαλώ, επαναφέρω, ανακαλώ, δέχομαι, ενσωματώνω, αφομοιώνω
  • Αποκρούω
ΣΥΝ:απωθώ,αναχαιτίζω,σταματώ,ανακόπτω,διώχνω,απομακρύνω,αντικρούω
ΑΝΤ: υποκύπτω, καταβάλλομαι, λυγίζω, κάμπτω, υποχωρώ, χάνω, αποδέχομαι
  • Απόλυτος
ΣΥΝ: πλήρης, τέλειος, ακέραιος, άμεσος, κατηγορηματικός, καθαρός, αμιγής
ΑΝΤ: σχετικός, περιορισμένος, ατελής, εξαρτημένος, διαλλακτικός, αναιρέσιμος
  • Αποπροσανατολίζω
ΣΥΝ: παραπλανώ, ξεγελώ, αποσπώ, περισπώ, εκτρέπω, ξεστρατίζω
ΑΝΤ: προσανατολίζω, διαφωτίζω, αποκαλύπτω, καθοδηγώ, προσηλώνω
  • Αποσιωπώ
ΣΥΝ:αποκρύπτω,προσπερνώ,αντιπαρέρχομαι,συγκαλύπτω,παρασιωπώ,αγνοώ
ΑΝΤ:φανερώνω,δηλώνω,αναφέρω,κοινοποιώ,ενημερώνω,πληροφορώ,τονίζω
  • Αποστασιοποιούμαι
ΣΥΝ: διαφοροποιούμαι, ωριμάζω, αυτονομούμαι, ουδετεροποιούμαι, απέχω
ΑΝΤ: ταυτίζομαι, αφομοιώνομαι, εξαρτώμαι, συνταυτίζομαι, προσδιορίζομαι
  • Αποσύρω
ΣΥΝ: απομακρύνω, αποτραβώ, καταργώ, παύω, αντικαθιστώ, αποχωρώ, φεύγω
ΑΝΤ: αποστέλλω, προωθώ, παρουσιάζω, παρέχω, διατηρώ, προχωρώ, έρχομαι
  • Αποτελώ
ΣΥΝ: συγκροτώ, σχηματίζω, συνιστώ, θεωρούμαι, είμαι, λογίζομαι
ΑΝΤ: λείπω, απουσιάζω, απέχω, διαφέρω, ξεφεύγω
  • Απότομος
ΣΥΝ:κάθετος,απόκρημνος,κοφτός,ξαφνικός,αγενής,ραγδαίος,έντονος,βιαστικός
ΑΝΤ:επίπεδος,ομαλός,φυσιλογικός,κόσμιος,πράος,βραδύς,εξελικτικός,χαλαρός
  • Αποτρέπω
ΣΥΝ: μεταπείθω, αποθαρρύνω, αποσπώ, απομακρύνω, προλαμβάνω, αποφεύγω
ΑΝΤ: πείθω, προτείνω, συνιστώ, εγκρίνω, επιτρέπω, προκαλώ, πραγματοποιώ
  • Αποτυπώνω
ΣΥΝ: σταμπάρω, φωτογραφίζω, παρουσιάζω, συγκρατώ, εγγράφομαι
ΑΝΤ:καλύπτω,σβήνω,εξαλείφω,κρύβω,συσκοτίζω,διαστρεβλώνω,αγνοώ,ξεχνώ
  • Απροκάλυπτος
ΣΥΝ:απροσχημάτιστος,απροφάσιστος,ωμός,κυνικός,ανοιχτός,ευθύς,ξεκάθαρος
ΑΝΤ:συγκαλυμμένος,διακριτικός,διπλωματικός,έμμεσος,υπαινικτικός,πλάγιος
  • Απωθώ
ΣΥΝ: σπρώχνω, αποκρούω, αναχαιτίζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ
ΑΝΤ:προσκαλώ,προσελκύω,υποχωρώ,οπισθοχωρώ,υποκύπτω,εκφράζω,γοητεύω
  • Αρκετός
ΣΥΝ: επαρκής, ικανοποιητικός, κάμποσος, περίσσιος, υπέρμετρος, αξιόλογος
ΑΝΤ: ανεπαρκής, περιορισμένος, λειψός, λίγος, λιγοστός
  • Αρμόζω
ΣΥΝ: συνδυάζω, ταιριάζω, συναρμολογώ ,(ως γ’ εν.): συνάδει, συμφωνεί, πάει
ΑΝΤ: αποσυνδέω, αποσπώ, ξεκολλάω, αντιβαίνει, αντίκειται, αντιβαίνει
  • Αρχάριος
ΣΥΝ: άπειρος, άμαθος, άβγαλτος, πρωτόπειρος, αδέξιος, πρωτάρης
ΑΝΤ: έμπειρος, πεπειραμένος, βετεράνος, παλιός, γνώστης, ειδικός, επιδέξιος
  • Αρωγή
ΣΥΝ: συνδρομή, βοήθεια, επικουρία, συμπαράσταση, υποστήριξη, επιδότηση
ΑΝΤ: εγκατάλειψη, αδιαφορία, παραμέληση, εναντίωση, αφαίρεση, βλάβη
    Άσπονδος
ΣΥΝ: αδιάλλακτος, σκληρός, ορκισμένος, θανάσιμος, ασυμφιλίωτος, αγεφύρωτος, εικονικός, υποκριτικός, προσποιητός, φανατικός, αμετάπειστος, ακλόνητος
ΑΝΤ:διαλλακτικός,ήπιος,συνεννοήσιμος,μετριοπαθής,χαλαρός,επιφανειακός,ασήμαντος,ανούσιος,εξουδετερωμένος,απαμβλυμένος,αληθινός,γνήσιος,αυθεντικός,τίμιος
   Ασπόνδυλος
ΣΥΝ:δουλόφρων,δουλοπρεπής,αναξιοπρεπής,υποτακτικός,ραγιάς,γλοιώδης,οσφυοκάμπτης,ασυγκρότητος
ΑΝΤ:σπονδυλωτός,αξιοπρεπής,γενναίος,υπερήφανος,φιλότιμος,μαχητικός,σφιχτός,συνεκτικός,δομημένος,σταθερός,διαρθρωμένος
  • Αστάθμητος
ΣΥΝ: απρόβλεπτος, ανυπολόγιστος, ανεξέλεγκτος, αναπάντεχος, αβέβαιος
ΑΝΤ: υπολογίσιμος, προβλέψιμος, ελεγχόμενος, σταθερός, εγγυημένος, βέβαιος
    Ασυδοσία
ΣΥΝ: αυθαιρεσία, αναρχία, αταξία, έλλειψη περιορισμών, ετσιθελισμός
ΑΝΤ: περιορισμός, μέτρο, ευθύνη, τάξη, νομικός φραγμός, έλεγχος, επίβλεψη, επιτήρηση
    Ασύλληπτος
ΣΥΝ:άπιαστος,αδιανόητος,αφάνταστος,δυσεξήγητος,απίστευτος,απίθανος,φανταστικός,εξωπραγματικός
ΑΝΤ:συλληφθείς,φυλακισμένος,αιχμάλωτος,απλός,απλοϊκός,κατανοητός,τετριμμένος
  • Ασυνείδητος
ΣΥΝ: ασυναίσθητος, ασυγκίνητος, αφιλότιμος, άτιμος, διαφθαρμένος, φαύλος
ΑΝΤ:ευαίσθητος,φιλότιμος,ευσυνείδητος,έντιμος,ηθικός,δίκαιος,τίμιος,σκόπιμος
  • Ατελής
ΣΥΝ:ανολοκλήρωτος,λειψός,μισός,ελαττωματικός,ανεπαρκής,προβληματικός
ΑΝΤ: ολοκληρωμένος, πλήρης, ακέραιος, άρτιος, άψογος, πλήρης, εντελής
  • Αυθεντικός
ΣΥΝ:αληθινός,γνήσιος,πραγματικός,ατόφιος,πρωτότυπος,αρχικός,φυσικός,ευθύς
ΑΝΤ:ψεύτικος,νόθος,επιτηδευμένος,προσποιητός,εικονικός,τεχνητός,ψευδής
  • Αυξάνω
ΣΥΝ:μεγαλώνω,επεκτείνω,ανεβάζω,ενισχύω,δυναμώνω,πληθαίνω,επιτείνω
ΑΝΤ: μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, ελαχιστοποιώ, εξασθενίζω, υποβαθμίζω
  • Αυταπάτη
ΣΥΝ: ψευδαίσθηση, φρεναπάτη, παραίσθηση, ονειροφαντασία, πλάνη, φενάκη
ΑΝΤ: πραγματικότητα, ρεαλισμός, βεβαιότητα, θετικότητα, αλήθεια, θετικισμός
  • Αυτόβουλος
ΣΥΝ:εκούσιος,εθελοντικός,αυτοπροαίρετος,συνειδητός,ανεξάρτητος,αυτενεργός
ΑΝΤ:ακούσιος,επιβεβλημένος,αθέλητος,καταναγκαστικός,άβουλος,ετερόνομος
  • Αυτόδηλος
ΣΥΝ:πρόδηλος,προφανής,ολοφάνερος,καταφανής,δεδομένος,αναμφισβήτητος
ΑΝΤ: άδηλος, αφανής, αναπόδεικτος, υποθετικός, αποδεικτέος, ζητούμενος
  • Άφθονος
ΣΥΝ: πλούσιος, πληθωρικός, πολύς, ατελείωτος, αναρίθμητος, υπεραρκετός
ΑΝΤ:λίγος,ελάχιστος,πενιχρός,ισχνός,ανεπαρκής,φτωχός,μίζερος,περιορισμένος
  • Αφορμή
ΣΥΝ:πρόφαση,πρόσχημα,δικαιολογία,λόγος,αιτία,κίνητρο,έναυσμα,ευκαιρία
ΑΝΤ: αποτέλεσμα, κατάληξη, έκβαση, συνέπεια, επακόλουθο
  • Αψηφώ
ΣΥΝ:αδιαφορώ,παραβλέπω,παραγνωρίζω,αγνοώ,παρακούω,απειθαρχώ,υποτιμώ
ΑΝΤ:μετράω,υπολογίζω,λογαριάζω,σέβομαι,υπακούω,(εκ)τιμώ,ανταποκρίνομαι
  • Άψογος
ΣΥΝ:άρτιος,τέλειος,αψεγάδιαστος,αλάνθαστος,άπταιστος,άριστος,αρμονικός
ΑΝΤ:λανθασμένος,προβληματικός,ελαττωματικός,ατελής,μεμπτός,κατακριτέος
  • Βάναυσος
ΣΥΝ: αγροίκος, χυδαίος, άξεστος, απότομος, σκληρός, βάρβαρος, αγενής
ΑΝΤ: πράος, ήπιος, ειρηνικός, διακριτικός, καλλιεργημένος, πολιτισμένος
  • Βατός
ΣΥΝ: απλός, εύκολος, στρωτός, προσιτός, κατανοητός, σαφής, εύληπτος
ΑΝΤ: περίπλοκος, δύσκολος, δυσνόητος, ασαφής, τραχύς, απρόσιτος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.