Η Ευρώπη σε πορεία παρακμής
Οποιος νομίζει ότι αυτό που ζούμε στην Ελλάδα είναι κάτι το μοναδικό είναι γελασμένος. Βιώνουμε σε πιο ακραία μορφή φαινόμενα που είναι παγκόσμια και αλλάζουν τον κόσμο.
Από οικονομικής απόψεως, είμαστε ο αδύναμος κρίκος μιας Ευρώπης που φτωχαίνει χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Διάβαζα κάπου τελευταία πως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της Κομισιόν, το επίπεδο διαβίωσης στην Ευρώπη το 2023 θα βρίσκεται στο 60% του αντίστοιχου των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα διεθνή κεφάλαια εγκαταλείπουν τη Γηραιά Ηπειρο, η οποία βρίσκεται σε μια πορεία παρατεταμένης παρακμής.
Οπως έγραφε ένας διάσημος Βρετανός ιστορικός, η Ευρώπη δεν θα έχει κάποιο θεαματικό τέλος τύπου Πομπηίας, σίγουρα όμως έχει πάρει τον δρόμο της παρακμής τον οποίο ακολούθησαν άλλες σημαντικές αυτοκρατορίες.
Από οικονομικής απόψεως, είμαστε ο αδύναμος κρίκος μιας Ευρώπης που φτωχαίνει χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Διάβαζα κάπου τελευταία πως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της Κομισιόν, το επίπεδο διαβίωσης στην Ευρώπη το 2023 θα βρίσκεται στο 60% του αντίστοιχου των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα διεθνή κεφάλαια εγκαταλείπουν τη Γηραιά Ηπειρο, η οποία βρίσκεται σε μια πορεία παρατεταμένης παρακμής.
Οπως έγραφε ένας διάσημος Βρετανός ιστορικός, η Ευρώπη δεν θα έχει κάποιο θεαματικό τέλος τύπου Πομπηίας, σίγουρα όμως έχει πάρει τον δρόμο της παρακμής τον οποίο ακολούθησαν άλλες σημαντικές αυτοκρατορίες.
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα που αντιμετώπισε κρίση χρέους και βιωσιμότητας του οικονομικού της μοντέλου. Πολλοί πίστευαν ότι θα ακολουθούσαν η Γαλλία, η Ιταλία ή η Ισπανία. Αν μία από αυτές «έπεφτε», αν δηλαδή σταματούσε να έχει τη δυνατότητα να δανείζεται από τις αγορές, η Ευρώπη θα τελείωνε στη σημερινή της μορφή. Κανείς δεν μπορεί να «διασώσει» μια τόσο μεγάλη χώρα. Οσοι ξέρουν καλά την Ευρωζώνη διατείνονται πως τελικά η Ισπανία είναι αυτή που έσωσε τα πράγματα τα τελευταία δύο χρόνια. Τώρα όμως ανησυχούν γιατί τόσο η Ιταλία όσο και η Ισπανία έχουν μπει σε περιόδους πολιτικής αστάθειας. Η Γαλλία ακολουθεί... Στην οικονομική κρίση ήλθαν να προστεθούν το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα και η τρομοκρατία. Η Ευρώπη νιώθει ευάλωτη, πιεσμένη από πολλές πλευρές και αδύναμη. Η Ελλάδα συνεχίζει να είναι ο ασθενής κρίκος και στα δύο μέτωπα. Στο οικονομικό, δείχνει δυσχέρεια να προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις και πέφτει συνεχώς θύμα της αδυναμίας και της ανεπάρκειας των θεσμών της και του πολιτικού προσωπικού. Στο προσφυγικό/μεταναστευτικό, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με ένα κράτος που κινείται συνεχώς στο «κόκκινο», χωρίς επαρκή μέσα και ισχυρές δομές.
Θα δούμε πού θα πάει η Ευρώπη τα επόμενα 3-4 χρόνια. Ο κίνδυνος ενός συνδυασμού εθνικισμού, απομονωτισμού και λαϊκισμού είναι εμφανής ως αντίδραση στην κλιμακούμενη φτωχοποίηση και στο αίσθημα ανασφάλειας που σαρώνει μεγάλα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Θα δούμε πού θα πάει η Ευρώπη τα επόμενα 3-4 χρόνια. Ο κίνδυνος ενός συνδυασμού εθνικισμού, απομονωτισμού και λαϊκισμού είναι εμφανής ως αντίδραση στην κλιμακούμενη φτωχοποίηση και στο αίσθημα ανασφάλειας που σαρώνει μεγάλα στρώματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Και εκεί είμαστε «μπροστά», και όχι μόνο στην Ευρώπη. Ακόμη και στις ΗΠΑ, η ανασφάλεια μιας μεσαίας τάξης που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της προκαλεί ακραία πολιτικά φαινόμενα, τα οποία είναι προϊόντα μιας βαθύτερης καχυποψίας απέναντι σε κάθε τι συστημικό. Ο Ντόναλντ Τραμπ και η αντοχή του, για παράδειγμα, δεν είναι κάτι παροδικό. Βασίζεται σε μια βαθιά αντισυστημικότητα, σε διαδεδομένες θεωρίες συνωμοσίας και σε μια υποκουλτούρα που καλλιεργήθηκε μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το ίδιο συμβαίνει στη Γαλλία, στην Ισπανία και σε σκανδιναβικές χώρες.
Εμείς τα περάσαμε νωρίς όλα αυτά, και την οικονομική και την πολιτική κρίση. Εχουμε δείξει, και επιμένω σε αυτό, μεγάλη ωριμότητα και καρτερικότητα ως λαός, παρά τα λάθη και τα σημαντικά στραβοπατήματα. Αν μια χώρα σαν τη Γαλλία είχε περάσει όσα η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είμαι βέβαιος πως θα είχε ξαναζήσει την «Ημέρα της Βαστίλλης».
Εμείς τα περάσαμε νωρίς όλα αυτά, και την οικονομική και την πολιτική κρίση. Εχουμε δείξει, και επιμένω σε αυτό, μεγάλη ωριμότητα και καρτερικότητα ως λαός, παρά τα λάθη και τα σημαντικά στραβοπατήματα. Αν μια χώρα σαν τη Γαλλία είχε περάσει όσα η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είμαι βέβαιος πως θα είχε ξαναζήσει την «Ημέρα της Βαστίλλης».
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
H ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με διάφορες μορφές και περιεχόμενο) ξεκίνησε πολύ νωρίς, ήδη στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, προχώρησε δειλά και αποσπασματικά, πέρασε από διάφορα στάδια και υπό διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, αμφισβητήθηκε, αναθεωρήθηκε, αλλά μπόρεσε και ωρίμασε βαθμηδόν στις συνειδήσεις των λαών και των ηγετών των χωρών της Ευρώπης. Έτσι έφτασε τελικά να αποτελεί σήμερα την αδιαμφισβήτητη και δυναμική πραγματικότητα που είναι γνωστή ως «Ευρωπαϊκή Ένωση». Αυτή η ιστορική διάσταση, αυτή η διαδικασία συνειδησιακής ωρίμανσης (που πόρρω απέχει από μια συμβατική, ευκαιριακή και συμπτωματική συμπόρευση), πρέπει να αποτελεί σταθερό σημείο επιστημονικής και ιδεολογικής αναφοράς για την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης και την πορεία της ολοκλήρωσης αυτής της ιδέας.
Εκπλήσσουν πραγματικά οι ομοιότητες (χωρίς να λείπουν βεβαίως και οι έντονες διαφορές) στα κίνητρα, στους σκοπούς και στις μορφές συμφωνίας που παρατηρούνται ανάμεσα στις συμπολιτειακές ενώσεις της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας αφενός και στη σύμπηξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφετέρου. Είναι, επίσης, εκπληκτικό πόσο συνεκτικά λειτούργησε μια θρησκεία, ο Χριστιανισμός, με τις δικές του αξίες, στη συνένωση των νέων λαών που συνδιαμόρφωσαν στους μεσαιωνικούς χρόνους τις τύχες της Ευρώπης, αλλά και πόσες συγκρούσεις και θρησκευτικούς πολέμους προκάλεσε ο θρησκευτικός φανατισμός. Κι ωστόσο, η χριστιανική διδασκαλία από κοινού με τον ορθό λόγο και τους παραδοσιακούς θεσμούς της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έφεραν κοντά τους λαούς της Ευρώπης μέσα από τη βαθμιαία συνειδητοποίηση κοινών αρχών και αξιών.
Βεβαίως, όλους αυτούς τους αιώνες (από την αρχαιότητα μέχρι και όλο τον μεσαίωνα), οι φιλοδοξίες διαφόρων ηγετών και ηγεμόνων δυναστικών οίκων να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε ευρύτερες μάζες πληθυσμού και σε μεγαλύτερες γεωγραφικές εκτάσεις προκάλεσαν σφοδρές συγκρούσεις που τραυμάτισαν την ενότητα και κλόνισαν την ειρήνη στην Ευρώπη. Ουδέν, όμως, κακόν αμιγές καλού. Οι απώλειες σε ζωές, οι καταστροφές, οι ερημώσεις, οι ενοχές, η ανάγκη αποτροπής των συγκρούσεων οδήγησαν βαθμηδόν σε επιμέρους συμμαχίες και ενώσεις. Μετά δε από τα δεινά που επισώρευσαν στην Ευρώπη οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, η ανάγκη για μια κοινή βάση αρχών, κανόνων και μορφών πολιτικής συμπεριφοράς που θα επέτρεπαν την υπέρβαση των αντιθέσεων και μια ουσιαστική συνένωση των Ευρωπαϊκών λαών οδήγησε σταδιακώς στο «πολιτικό θαύμα» της Ενωμένης Ευρώπης που βιώνουμε σήμερα. Μεγάλες πολιτικές μορφές της Ευρώπης συνέλαβαν και πραγματοποίησαν το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο Robert Schuman, o Jean Monet, o Paul Henri Spaak, αλλά και ο Charles de Gaulle, o Winston Churchill, o Konrad Adenauer και πολλοί άλλοι.
Έχει λεχθεί ότι η Ευρώπη είναι «η ήπειρος των αντιφάσεων». Ωστόσο, η Ευρώπη των αντιφάσεων –των συνενώσεων δηλαδή αλλά και των συγκρούσεων, της χριστιανικής αγάπης αλλά και των θρησκευτικών πολέμων, της δημοκρατίας αλλά και των ολιγαρχικών έως και φασιστικών καθεστώτων, της ειρήνης αλλά και των άγριων πολέμων, του πιο σημαντικού πολιτισμού στις τέχνες και στα γράμματα αλλά και ενός φάσματος ασύλληπτης βαρβαρότητας–αυτή η Ευρώπη των αντιφάσεων είναι και αυτή που κατόρθωσε, περνώντας από πολλά στάδια εξέλιξης, να φθάσει στην Ενωμένη Ευρώπη των αρχών του 21ου αιώνα, στην Ευρώπη των 25 με μια σταθερή πορεία προς την ολοκλήρωση.
H ιστορικότητα της ιδέας της Ευρώπης από κοινού με τη γνώση των σφαλμάτων, των αδυναμιών και των αποτυχιών του παρελθόντος μπορούν να βοηθήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα πρέπει κάποτε να διδαχθεί και στα σχολεία της Ευρώπης, για να εδραιωθεί στις ψυχές των νέων ανθρώπων. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για μια ποιοτική ένωση των ευρωπαϊκών χωρών, η οποία θα σέβεται τις ιδιαιτερότητες των κρατών-μελών, τη γλώσσα, την παράδοση, την ιδιοπροσωπία κάθε ευρωπαϊκού λαού, την πολιτισμική πολυμορφία της Ευρώπης, ενώ παράλληλα θα καλλιεργεί, θα βαθαίνει και θα αναδεικνύει ό,τι ενώνει τους Ευρωπαίους και ό,τι τους διακρίνει ιστορικά από άλλους σύγχρονους πολιτισμούς.
Ο καίριος χώρος για τη συνειδητοποίηση της ουσίας της Ενωμένης Ευρώπης και για μια ποιοτική βίωση αυτής της ουσίας είναι–μην το ξεχνάμε–ο χώρος της Παιδείας. Οι ιδέες, οι αρχές και οι αξίες περνούν μέσα από την Εκπαίδευση, τη σχολική και την ανώτατη. Εκεί φύονται, καλλιεργούνται, συνειδητοποιούνται, αποκτούν βάθος, ουσία και συνέχεια. H ευρωπαϊκή διάσταση της Παιδείας πρέπει να αρχίσει από τα Πανεπιστήμια, στην κατάρτιση των αυριανών εκπαιδευτικών της Γενικής Εκπαίδευσης, για να περάσει σωστά, ουσιαστικά και διαθεματικά στη μόρφωση και διαμόρφωση των αυριανών πολιτών της Ενωμένης Ευρώπης. Θεωρώ, μάλιστα, ιδιαίτερα σημαντικό ότι τα Πανεπιστήμια της Ευρώπης έχουν πεισθεί και ενθαρρύνουν συστηματικά τη διακινητικότητα (mobility) των φοιτητών, τη μετάβαση και φοίτησή τους (για μερικά εξάμηνα και με αναγνώριση αυτής της φοίτησης) σε άλλα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Κι αυτό σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο. Όπως είναι σημαντική και η δυνατότητα–που αρχίζει να διαφαίνεται– απόκτησης κοινών πανεπιστημιακών πτυχίων ή και μεταπτυχιακών τίτλων. H συμφοίτηση και συνεργασία των νέων σ’ ένα κατ’ εξοχήν πνευματικό πεδίο που είναι η κατάκτηση της επιστήμης δημιουργεί τους καλύτερους όρους για μια ποιοτική βίωση της Ένωσης. (Γ. Μπαμπινιώτης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 1-2-2004)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άποψης αποτελεί η νοοτροπία των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που αμφιταλαντεύονται για τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συζήτηση κινείται στη βάση μίας ανάλυσης κόστους-οφέλους. Οι Βρετανοί πολίτες αναρωτιούνται αν η παραμονή τους συντείνει στη βελτίωση ή στη χειροτέρευση των οικονομικών τους. Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα αποχωρήσουν αν αποφασίσουν ότι οι οικονομικές συνθήκες θα είναι καλύτερες εκτός Ευρώπης.
Στην Ελλάδα, δεν είμαστε και πολύ μακριά από αυτή τη λογική. Θέλουμε να είμαστε στην Ευρώπη εφόσον μας συμφέρει. Δεν θέλουμε εφόσον δεν μας συμφέρει. Η τσέπη μας είναι λοιπόν το μόνο κριτήριο.
Κάθε ένωση κρατών όμως συμβολίζει και τη θέληση των λαών να συνυπάρξουν και να υπηρετήσουν κάποια ανώτερα ιδανικά, ακόμα και σε βάρος των συμφερόντων τους. Τα συμφέροντα της Γερμανίας και της Ιταλίας, με τον ιδεολογικό μανδύα του ναζισμού και του φασισμού που τα συνόδευαν, τέθηκαν απολύτως στο περιθώριο κατά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντός της Ενωμένης Ευρώπης δεν υπάρχει χώρος για ιδεολογίες που ευνοούν τη μία ομάδα έναντι της άλλης. Η ένωση των λαών γίνεται αναγκαστικά στη βάση αρχών όπως η δικαιοσύνη, η δημοκρατία και η ειρήνη. Αυτές οι αξίες συχνά έρχονται σε βάρος των συμφερόντων των μεμονωμένων λαών και των εθνικιστικών ιδεολογιών που έρχονται να τα υπηρετήσουν.
Η πρόσφατη βράβευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Νόμπελ Ειρήνης αποτελεί μία προσπάθεια να επανέλθουν στο προσκήνιο αυτά τα ανώτερα ιδανικά. Η αλήθεια είναι ότι η βράβευση προκάλεσε ποικίλα ειρωνικά σχόλια και αντιδράσεις από τον ευρωπαϊκό λαό που δοκιμάζεται από την δυσπραγία των τελευταίων ετών. Ειδικά οι λαοί του νότου νιώθουν ότι δέχονται οικονομική επίθεση από τους λαούς του βορρά και πιστεύουν ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κάθε άλλο παρά την ειρήνη πρεσβεύει. Ωστόσο, η δυσκολία επικράτησης της ειρήνης σε κάθε επίπεδο δεν αποτελεί απαραίτητα επιχείρημα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο «πόλεμος» φαίνεται ότι διεξάγεται σε άλλο πεδίο πια, στο οικονομικό. Η οικονομική επικράτηση της μίας χώρας επί της άλλης αποτελεί ουσιαστικά πράξη που απειλεί τις ελευθερίες των χωρών, όπως της Ελλάδας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει επαρκώς καταφέρει να θωρακίσει θεσμικά τις πιο αδύναμες χώρες από τον πολιτικό και οικονομικό εκφοβισμό των πιο εύρωστων χωρών.
Από την άλλη, ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρώπη δεν θα σταματήσει τη συναλλαγή της με τις ίδιες ακριβώς χώρες ούτε θα αναχαιτίσει ανάλογες ή και χειρότερες επιθέσεις, εφόσον επιλέξει να έχει μία ελεύθερη οικονομία με ανοιχτά σύνορα. Το μόνο που θα εκλείψει είναι η δυνατότητα της χώρας να διαμαρτύρεται για παράλογες πολιτικές που τη θίγουν, για οικονομικές επεκτατικές πολιτικές ή για ανήθικες πρακτικές των πολυεθνικών. Εκτός Ευρωζώνης δεν θα έχει πια τη δυνατότητα να αποταθεί σε συλλογικά όργανα, να μιλήσει για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ή να ζητήσει αποζημιώσεις.
Το εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης από τη φύση του παράγει θεσμούς που προσπαθούν να προάγουν την αρμονική συνεργασία των λαών που συμμετέχουν. Οι αγορές συχνά καταφέρνουν να οδηγούν τις εξελίξεις με τρόπο που η θεσμική Ευρώπη αδυνατεί να παρακολουθήσει. Αντί μίας συνολικής ευρωπαϊκής στρατηγικής, τη σκυτάλη αναλαμβάνουν κοντόφθαλμες, συμφεροντολόγες εθνικές στρατηγικές που φέρνουν τους λαούς αντιμέτωπους. Κεντρικό ανάχωμα μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι κοινές αξίες και η διάθεση των λαών να πορευτούν μαζί. Κάθε προσπάθεια ανάδειξης των κοινών αξιών και χάραξης μίας κοινής πορείας δυστυχώς υπονομεύεται από τις φωνές για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, φωνές που δε λείπουν από σχεδόν καμία χώρα.
Η πιο ισχυρή απάντηση απέναντι σε οικονομικές ανισότητες και δυσκολίες είναι η πίστη στην κοινή πορεία και η πίεση για πιο αποδοτικούς και δίκαιους πανευρωπαϊκούς θεσμούς που θα τιθασεύσουν τα εθνικά συμφέροντα υπέρ της ειρήνης και της δικαιοσύνης. Αντίθετα, η ανάδειξη των εθνικών συμφερόντων ενάντια σε κοινές αξίες πιθανόν να σηματοδοτήσει και τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εμπιστοσύνη στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης εναπόκειται τελικά στους πολίτες της. Η απόφαση των πολιτών κάθε χώρας χωριστά για συμμετοχή ή αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να έχει γνώμονα μόνο την τσέπη τους αλλά και τη διάθεσή τους απέναντι στις υπέρτερες αξίες που τους φέρνουν πιο κοντά. Καμία χώρα δεν εξαιρείται από την ανάγκη για συνεχή τοποθέτηση απέναντι σε διλήμματα που δημιουργούν ρήγματα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η απόφαση για συμμετοχή όμως συνεπάγεται και ευθύνες. Όπως συχνά ζητάμε από τους Γερμανούς να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι σε μας, έτσι κι εμείς, ως Έλληνες, πρέπει να συμβάλλουμε εποικοδομητικά στο μέλλον της Ευρώπης.
* Ο κ. Αλέξιος Αρβανίτης διδάσκει Κοινωνική ή Ψυχολογία στο Οικονομικό Κολλέγιο Αθηνών
Η Ευρώπη των ιδανικών
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 12/02/2013 Ποιος είναι ο σκοπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Προφανώς να υπηρετήσει τα συμφέροντα των χωρών που ανήκουν σε αυτή. Σε ό,τι αφορά την πλειοψηφία των πολιτών, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της άποψης αποτελεί η νοοτροπία των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου που αμφιταλαντεύονται για τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συζήτηση κινείται στη βάση μίας ανάλυσης κόστους-οφέλους. Οι Βρετανοί πολίτες αναρωτιούνται αν η παραμονή τους συντείνει στη βελτίωση ή στη χειροτέρευση των οικονομικών τους. Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα αποχωρήσουν αν αποφασίσουν ότι οι οικονομικές συνθήκες θα είναι καλύτερες εκτός Ευρώπης.
Στην Ελλάδα, δεν είμαστε και πολύ μακριά από αυτή τη λογική. Θέλουμε να είμαστε στην Ευρώπη εφόσον μας συμφέρει. Δεν θέλουμε εφόσον δεν μας συμφέρει. Η τσέπη μας είναι λοιπόν το μόνο κριτήριο.
Κάθε ένωση κρατών όμως συμβολίζει και τη θέληση των λαών να συνυπάρξουν και να υπηρετήσουν κάποια ανώτερα ιδανικά, ακόμα και σε βάρος των συμφερόντων τους. Τα συμφέροντα της Γερμανίας και της Ιταλίας, με τον ιδεολογικό μανδύα του ναζισμού και του φασισμού που τα συνόδευαν, τέθηκαν απολύτως στο περιθώριο κατά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντός της Ενωμένης Ευρώπης δεν υπάρχει χώρος για ιδεολογίες που ευνοούν τη μία ομάδα έναντι της άλλης. Η ένωση των λαών γίνεται αναγκαστικά στη βάση αρχών όπως η δικαιοσύνη, η δημοκρατία και η ειρήνη. Αυτές οι αξίες συχνά έρχονται σε βάρος των συμφερόντων των μεμονωμένων λαών και των εθνικιστικών ιδεολογιών που έρχονται να τα υπηρετήσουν.
Η πρόσφατη βράβευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το Νόμπελ Ειρήνης αποτελεί μία προσπάθεια να επανέλθουν στο προσκήνιο αυτά τα ανώτερα ιδανικά. Η αλήθεια είναι ότι η βράβευση προκάλεσε ποικίλα ειρωνικά σχόλια και αντιδράσεις από τον ευρωπαϊκό λαό που δοκιμάζεται από την δυσπραγία των τελευταίων ετών. Ειδικά οι λαοί του νότου νιώθουν ότι δέχονται οικονομική επίθεση από τους λαούς του βορρά και πιστεύουν ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κάθε άλλο παρά την ειρήνη πρεσβεύει. Ωστόσο, η δυσκολία επικράτησης της ειρήνης σε κάθε επίπεδο δεν αποτελεί απαραίτητα επιχείρημα κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο «πόλεμος» φαίνεται ότι διεξάγεται σε άλλο πεδίο πια, στο οικονομικό. Η οικονομική επικράτηση της μίας χώρας επί της άλλης αποτελεί ουσιαστικά πράξη που απειλεί τις ελευθερίες των χωρών, όπως της Ελλάδας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει επαρκώς καταφέρει να θωρακίσει θεσμικά τις πιο αδύναμες χώρες από τον πολιτικό και οικονομικό εκφοβισμό των πιο εύρωστων χωρών.
Από την άλλη, ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρώπη δεν θα σταματήσει τη συναλλαγή της με τις ίδιες ακριβώς χώρες ούτε θα αναχαιτίσει ανάλογες ή και χειρότερες επιθέσεις, εφόσον επιλέξει να έχει μία ελεύθερη οικονομία με ανοιχτά σύνορα. Το μόνο που θα εκλείψει είναι η δυνατότητα της χώρας να διαμαρτύρεται για παράλογες πολιτικές που τη θίγουν, για οικονομικές επεκτατικές πολιτικές ή για ανήθικες πρακτικές των πολυεθνικών. Εκτός Ευρωζώνης δεν θα έχει πια τη δυνατότητα να αποταθεί σε συλλογικά όργανα, να μιλήσει για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ή να ζητήσει αποζημιώσεις.
Το εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης από τη φύση του παράγει θεσμούς που προσπαθούν να προάγουν την αρμονική συνεργασία των λαών που συμμετέχουν. Οι αγορές συχνά καταφέρνουν να οδηγούν τις εξελίξεις με τρόπο που η θεσμική Ευρώπη αδυνατεί να παρακολουθήσει. Αντί μίας συνολικής ευρωπαϊκής στρατηγικής, τη σκυτάλη αναλαμβάνουν κοντόφθαλμες, συμφεροντολόγες εθνικές στρατηγικές που φέρνουν τους λαούς αντιμέτωπους. Κεντρικό ανάχωμα μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι κοινές αξίες και η διάθεση των λαών να πορευτούν μαζί. Κάθε προσπάθεια ανάδειξης των κοινών αξιών και χάραξης μίας κοινής πορείας δυστυχώς υπονομεύεται από τις φωνές για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, φωνές που δε λείπουν από σχεδόν καμία χώρα.
Η πιο ισχυρή απάντηση απέναντι σε οικονομικές ανισότητες και δυσκολίες είναι η πίστη στην κοινή πορεία και η πίεση για πιο αποδοτικούς και δίκαιους πανευρωπαϊκούς θεσμούς που θα τιθασεύσουν τα εθνικά συμφέροντα υπέρ της ειρήνης και της δικαιοσύνης. Αντίθετα, η ανάδειξη των εθνικών συμφερόντων ενάντια σε κοινές αξίες πιθανόν να σηματοδοτήσει και τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εμπιστοσύνη στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης εναπόκειται τελικά στους πολίτες της. Η απόφαση των πολιτών κάθε χώρας χωριστά για συμμετοχή ή αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρέπει να έχει γνώμονα μόνο την τσέπη τους αλλά και τη διάθεσή τους απέναντι στις υπέρτερες αξίες που τους φέρνουν πιο κοντά. Καμία χώρα δεν εξαιρείται από την ανάγκη για συνεχή τοποθέτηση απέναντι σε διλήμματα που δημιουργούν ρήγματα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η απόφαση για συμμετοχή όμως συνεπάγεται και ευθύνες. Όπως συχνά ζητάμε από τους Γερμανούς να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι σε μας, έτσι κι εμείς, ως Έλληνες, πρέπει να συμβάλλουμε εποικοδομητικά στο μέλλον της Ευρώπης.
* Ο κ. Αλέξιος Αρβανίτης διδάσκει Κοινωνική ή Ψυχολογία στο Οικονομικό Κολλέγιο Αθηνών