Τὸ σωστὸ εἶναι τὸ ῥῆμα «παρεισφρέω».(Όχι παρεισφρύω ! αρχαία λ. παρεισφρέω < παρά + εἰσφρέω [εἰς + -φρέω< φέρω])
= μπαίνω αδικαιολόγητα ή κρυφά ή ανεπίτρεπτα (κακόσημο), υπεισέρχομαι.
Τὸ «παρεισφρύω» προέκυψε ἀπὸ τὸ ὅμοιο ἄκουσμα τῶν ἀορίστων τῶν ῥημάτων «παρεισφρέω» καὶ «παρεισδύω» -> «παρεισέφρησα» καὶ «παρεισέδυσα» ἀντιστοίχως, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ συνώνυμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.