Έχουμε πολλές λέξεις και εκφράσεις για να δηλώσουμε την κατάπληξη, το ξάφνιασμα, το σάστισμα, το απροσδόκητο και αδιανόητο γεγονός που μας κάνει να μένουμε με το στόμα ανοιχτό, μη μπορώντας να αρθρώσουμε λέξη γι’ αυτό που μόλις συνέβη ή μόλις μάθαμε. Σαστίζει κανείς, ξαφνιάζεται, τα χάνει, μένει άναυδος, άφωνος, άλαλος, σύξυλος, εμβρόντητος, κατάπληκτος, αποσβολώνεται, μένει μ’ ανοιχτό το στόμα, μένει ακίνητος σαν άγαλμα, σαν κεραυνόπληκτος, σαν στήλη άλατος, του έρχεται κεραμίδα, μένει κόκαλο, του κόβεται η μιλιά, μένει με το δάχτυλο στο στόμα, ανοίγει διάπλατα τα μάτια, μένει κάγκελο, μένει κεχηνώς ή ενεός. Υπάρχουν εκφράσεις για όλα τα γούστα και τα επίπεδα ύφους και είμαι βέβαιος ότι μπορείτε κι εσείς να προσθέσετε κάμποσες. Χωρίς να είναι εντελώς συνώνυμες, όλες αυτές οι εκφράσεις έχουν κοινό στοιχείο το ξάφνιασμα, τη μεγάλη έκπληξη.
Για να γυρίσουμε όμως στις δικές μας, το κεχηνώς σημαίνει κάπως ειδικότερα αυτόν που μένει με ανοιχτό το στόμα. Σήμερα η ετυμολογία δεν είναι διάφανη, αφού η λέξη είναι αρχαία, αλλά αυτό το κεχηνώς είναι μετοχή παρακειμένου του ρήματος χαίνω, και του παράλληλου ρήματος χάσκω, που το έχουμε και σήμερα. Χάσκω σημαίνει ακριβώς «μένω με ανοιχτό το στόμα» αλλά από το θέμα αυτό βγαίνει μόνο ο ενεστώτας και ο παρατατικός (έχασκον) και από εκεί και πέρα χρησιμοποιεί τους χρόνους του «χαίνω», από τους οποίους ο παρακείμενος είναι «κέχηνα», παρακείμενος με σημασία ενεστώτα. Η μετοχή κεχηνώς σημαίνει αυτόν που έχει ανοιχτό το στόμα, που χάσκει, τον χαζό, τον χάχα, τον αφελή, γι’ αυτό και το «κεχηνότες» συχνά χρησιμοποιείται υποτιμητικά -και αυτό από τον καιρό του Αριστοφάνη, ο οποίος αποκάλεσε Κεχηναίους τους Αθηναίους. Το «κεχηνότες» ήταν σχετικά συχνό στην αρχαιότητα, και όχι σπάνιο στην καθαρεύουσα, γι’ αυτό και ο Ζουράρης που θέλει να βρίζει με πρωτοτυπία πήγε και ξέθαψε τους «χάσκακες», ένα σχεδόν άπαξ λεγόμενο, που πρέπει να σημαίνει το ίδιο ακριβώς. (Προσθήκη: δεν είναι σωστό αυτό, ο όρος είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Μανουήλ Γεδεών, βλ. σχόλιο 22).
Το αρχαίο «κέχηνα», με σημασία ενεστώτα, σήμαινε και «χασμουριέμαι». Στην αρχή από τους Αχαρνείς, ο Αριστοφάνης βάζει τον Δικαιόπολη να παραπονιέται ότι μέσα στην εκκλησία του Δήμου βαριέται και: στένω κέχηνα σκορδινώμαι πέρδομαι, απορώ γράφω παρατίλλομαι λογίζομαι, δηλαδή, σε μια ωραία μετάφραση (με λίγο ανακατεμένη τη σειρά): στενάζω και τεντώνομαι και χασμουριέμαι, κλάνω, δεν ξέρω τι να κάνω και μαδιέμαι, και φιάχνω κάτω ζωγραφιές και συλλογιέμαι. Και πάλι, ανοιχτό στόμα.
Το άλλο επίθετο του τίτλου, ενεός, είναι κι αυτό αρχαίο, με αρχική σημασία «άναυδος, άλαλος». Σήμερα δεν το χρησιμοποιούμε παρά μόνο για να δηλώσουμε μεγάλη έκπληξη: έμεινε ενεός μόλις άκουσε ότι… Και πάλι, το θηλυκό είναι πολύ ασυνήθιστο -κανονικά είναι «η ενεά» αν και δεν θα τσακωθούμε αν πείτε «η ενεή». Στα αρχαία, η λέξη είναι αγνώστου ετύμου.
Ν. Σαραντάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.