ΓΝΩΣΗ

ΓΝΩΣΗ

Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Ομόηχες λέξεις (ομόηχα ή ομώνυμα)

Ομόηχες λέξεις (ομόηχα  ή ομώνυμα) ονομάζονται οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά παρουσιάζουν διαφορές ως προς την ορθογραφία, την ετυμολογία και τη σημασία. Η Ελληνική Γλώσσα παρουσιάζει μεγάλο πλούτο στα ομόηχα και γι’ αυτό συναντώνται συγχύσεις στη χρήση τους.
Ακολουθεί κατάλογος με μερικά από τα πιο συνήθη ομόηχα:
  • άλλος (αντωνυμία) : ο διαφορετικός, ο αλλιώτικος
άλλως (επίρρημα) : διαφορετικά, αλλιώς
(η) άλως (ουσιαστικό) : το φωτοστέφανο

γλείφω (ρήμα) : πχ ~ το παγωτό μου
γλύφω (ρήμα) : σμιλεύω, λαξεύω, σκαλίζω  > γλύπτης
  • διάλειμμα (ουσιαστικό) : η σύντομη διακοπή, η παύση < διαλείπω
διάλυμα (ουσιαστικό) :  το μείγμα < διαλύω
  • (η) δίνη (ουσιαστικό) : ο στρόβιλος, η ρουφήχτρα
δίνει (ρήμα/γ’ ενικό) : μεταβιβάζει από χέρι σε χέρι  < δίνω/δίδω
  • (το) δράμα (ουσιαστικό) : το θεατρικό έργο
(η) Δράμα (ουσιαστικό) : η πόλη
  • έγγειος (επίθετο) : αυτός που αναφέρεται στη γη πχ η ~ ιδιοκτησία
 < εγ -(< εν-) + γαία/ γη
έγκυος (γυναίκα) (επίθετο) : αυτή που κυοφορεί, που φέρει έμβρυο 
 < εγ -(< εν-) + κύος < κυώ «κυοφορώ»
  • έκκληση (ουσιαστικό) : η αίτηση συνήθ. για βοήθεια, η παράκληση, το κάλεσμα.
έκλυση (ουσιαστικό) : η ακολασία, η εξαχρείωση, η ανηθικότητα
 πχ η ~ των ηθών
  • εξάρτηση (ουσιαστικό) : η κατάσταση/σχέση κατά την οποία κάποιος βρίσκεται υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου χωρίς να υπάρχει αυτονομία < εξαρτώ
εξάρτιση (ουσιαστικό) : ο εφοδιασμός/εξοπλισμός του πλοίου
< εξαρτίζω
εξάρτυση (ουσιαστικό) : τα ατομικά είδη του στρατιώτη (ζωστήρας, σακίδιο, φυσίγγια, θήκες, κ.λπ.) < εξαρτύω
  • ετοιμολογία (ουσιαστικό) : η ικανότητα εύστοχων και γρήγορων απαντήσεων < έτοιμος + λόγος
ετυμολογία (ουσιαστικό) : η προέλευση των λέξεων < έτυμος (= αυθεντικός, πρώτος) + λόγος
  • ευφορία (ουσιαστικό) : η γονιμότητα < εύφορος < ευ + φέρω
Εφορία (ουσιαστικό) : η κρατική υπηρεσία με αρμοδιότητα τον προσδιορισμό των φόρων και τον έλεγχο της είσπραξής τους
< έφορος < επί + ορώ (=βλέπω)
  • ήττα (ουσιαστικό) : το να χάνεις από τον αντίπαλο σου
 ήτα : το γράμμα της αλφαβήτου
  • θύρα (ουσιαστικό) : η πόρτα
θήρα (ουσιαστικό) : το κυνήγι < θηρ = άγριο ζώο
  • ιός (ουσιαστικό) : (συνεκδ.) η μεταδοτική ασθένεια πχ ο ~ της γρίπης
υιός (ουσιαστικό) : ο γιος
  • καινός (επίθετο) : ο νέος, ο καινούργιος πχ Καινή Διαθήκη
κενός (επίθετο) : ο άδειος
  • (το) κάλλος (ουσιαστικό) : η απαράμιλλη ομορφιά
(ο) κάλος (ουσιαστικό) : η σκληρή προεξοχή στην επιφάνεια του δέρματος, ο ρόζος
  • (το) κήτος (ουσιαστικό) : το θαλάσσιο θηρίο, το θωρηκτό
(το) κύτος (ουσιαστικό) : το κοίλωμα, το βαθούλωμα, το αμπάρι πχ το ~ του πλοίου

  • κίρρωση (ουσιαστικό) : χρόνια ασθένεια του ήπατος
κύρωση (ουσιαστικό) : η πιστοποίηση της εγκυρότητας, η επιβεβαίωση, η επαλήθευση < κυρώ < κύρος
  • κλείνω (ρήμα) : πχ ~ την πόρτα
κλίνω (ρήμα) : α) έχω κλίση/ροπή/τάση προς κάτι, β) γέρνω, γ) ΓΛΩΣΣ. σχηματίζω τύπους  πχ ~ το ρήμα/το ουσιαστικό
  • κλήμα (ουσιαστικό) : το αμπέλι
κλίμα (ουσιαστικό) : οι καιρικές συνθήκες συγκεκριμένης περιοχής
  • κλήση (ουσιαστικό) : πχ τηλεφωνική ~ < καλώ
κλίση (ουσιαστικό) : α) η ροπή/τάση προς κάτι, το έμφυτο ταλέντο, 
β) η στροφή, το πλάγιασμα, γ) ΓΛΩΣΣ. ο σχηματισμός των τύπων μιας κλιτής λέξης πχ  πρώτη ~ ουσιαστικών
  • κώλυμα (ουσιαστικό) : το εμπόδιο, η δυσχέρεια < κωλύω
κόλλημα (ουσιαστικό) : η κόλληση, η ένωση αντικειμένων με τη χρήση κόλλας < κολλώ
  • κώμη (ουσιαστικό) : η μικρή οικιστική περιοχή
κόμη (ουσιαστικό) : τα μαλλιά
  • κώμα (ουσιαστικό) : η παθολογική κατάσταση λήθαργου ή ύπνου, η νάρκη.
κόμμα (ουσιαστικό) : α)πολιτικός σχηματισμός με στόχο την εκπροσώπηση του λαού, β)σύμπραξη ατόμων με κοινές επιδιώξεις  πχ έκανε  ~ μαζί του  γ) ΓΛΩΣΣ. σημείο στίξης < κόπτω
  • Κρητικός (επίθετο) : ο προερχόμενος ή ο σχετικός με το νησί της Κρήτης
Κριτικός : α) (επίθετο)  αυτός που σχετίζεται με την κρίση ή την κριτική, β) (ουσιαστικό) πρόσωπο που σχολιάζει και αξιολογεί καλλιτεχνικά έργα πχ ~ έργων τέχνης
  • (το) λήμμα (ουσιαστικό) : κάθε λέξη που περιλαμβάνεται και σχολιάζεται σε ένα λεξικό
(το) λύμα (ουσιαστικό) : το απόβλητο, ο ρίπος
(η) λίμα (ουσιαστικό) ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει σκληρά σώματα μέσω της τριβής
  • λιμός (ουσιαστικό) : η πείνα
λοιμός (ουσιαστικό) : επιδημικό νόσημα, στην αρχαιότητα η πανώλη
  • λίρα (ουσιαστικό) : το νόμισμα
λύρα (ουσιαστικό) : το μουσικό έγχορδο όργανο
  • λυτός (επίθετο) : ο ελεύθερος από δεσμά < λύω/λύνω
λιτός (επίθετο) : ο απλός, ο απέριττος
  • (το) μέλι (ουσιαστικό)
μέλλει (ρήμα / γ’ ενικό) : πρόκειται πχ τι ~ γενέσθαι: τι πρόκειται να γίνει
μέλει (ρήμα/ γ’ ενικό) : ενδιαφέρει πχ τι σε ~ εσένα;
(τα) μέλη (ουσιαστικό) : τα πρόσωπα ή κράτη που ανήκουν σε μια ομάδα ή ένα σύνολο πχ τα ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης 
  • μύλος (ουσιαστικό) : μηχάνημα για άλεσμα σιτηρών
Μήλος (ουσιαστικό)  : το νησί
  • μήτρα (ουσιαστικό) : πχ η ~ της γυναίκας
μίτρα (ουσιαστικό) :  το κάλυμμα της κεφαλής που φέρουν οι ορθόδοξοι επίτροποι και αρχιεπίσκοποι κατά τη τέλεση των λειτουργικών τους καθηκόντων
  • ώμος (ουσιαστικό) : το σωματικό μέλος, η ωμοπλάτη
όμως (σύνδεσμος) : ωστόσο, αλλά
  • όρος (ουσιαστικό) : το βουνό πχ το ~ Βέρμιο
όρος (ουσιαστικό) : α) η προϋπόθεση με δεσμευτικό περιεχόμενο πχ ο ~ του συμβολαίου, β) οι συνθήκες πχ οι ~ διαβίωσης,  γ) δομικό, συστατικό στοιχείο πχ οι ~ της πρότασης
  • ότι (ειδικός/σύνδεσμος) : πως
ό,τι (αοριστολογικό/αντωνυμία) : οτιδήποτε
  • πάλι (επίρρημα) : ξανά
πάλη (ουσιαστικό) : το αγώνισμα πχ ελληνορωμαϊκή ~
  • παραμάννα (ουσιαστικό) : η τροφός, η νταντά
παραμάνα (ουσιαστικό) :η καρφίτσα
  • πολυέλαιος (ουσιαστικό) : το πολύφωτο
πολυέλεος (επίθετο) : αυτός που δείχνει έλεος, ο συμπονετικός
πχ ~ Θεός
  • (το) ρήμα (ουσιαστικό) : ένα από τα μέρη του λόγου
(η) ρίμα (ουσιαστικό) : η ομοιοκαταληξία
  • σατιρικός (επίθετο) : αυτός που σχετίζεται με τη σάτιρα
σατυρικός (επίθετο) : αυτός που αναφέρεται στους Σάτυρους
  • (η) σορός (ουσιαστικό) : το σώμα του νεκρού
(ο) σωρός (ουσιαστικό) : το πλήθος στοιβαγμένων πραγμάτων
  • σύγκληση (ουσιαστικό) : η πρόσκληση πολλών προσώπων για ορισμένο σκοπό < συγκαλώ
σύγκλιση (ουσιαστικό) : η κίνηση προς το ίδιο σημείο, η ταύτιση
< συγκλίνω
  • σύγχιση (ουσιαστικό) : η διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας < συγχίζω
σύγχυση (ουσιαστικό) : η ασάφεια, το μπέρδεμα < συγχέω
  • σήκω (ρήμα) : πχ ~ αμέσως από τη θέση μου!
σύκο (ουσιαστικό) : το φρούτο
  • στίχος (ουσιαστικό) : πχ ο ~ του τραγουδιού παίζει σημαντικό ρόλο
  • στοίχος (ουσιαστικό) : η σειρά, η αράδα

  • Σύρος (ουσιαστικό) : το νησί
Σύρος (επίθετο) : ο καταγόμενος από τη Συρία(ο) τοίχος (ουσιαστικό) : το ντουβάρι πχ ο ~ του δωματίου
(το) τείχος (ουσιαστικό) : το ψηλό οχυρωματικό κτίσμα
πχ το  Σινικό ~
  • τόνος (ουσιαστικό) : α) ένα από τα σημεία στίξης, β) τα 1000 κιλά
τόννος (ουσιαστικό) : το ψάρι
  • (η) τύχη (ουσιαστικό) : πχ καλή ~
(τα) τείχη (ουσιαστικό)  : πχ ~ του κάστρου
(οι) τοίχοι (ουσιαστικό)  : πχ ~ του δωματίου
  • φύλλο (ουσιαστικό) : πχ ~ του δέντρου
φύλο (ουσιαστικό) : πχ αρσενικό ή θηλυκό ~
  • χοίρος (ουσιαστικό) : το γουρούνι
χήρος (ουσιαστικό) : ο άνδρας του οποίου η σύζυγος έχει πεθάνει
  • Χριστός : Ο Ιησούς
χρηστός (επίθετο) : ο έντιμος
  • χωρικός : α) (επίθετο) αυτός που σχετίζεται με το χωριό/ με τη χώρα, β) (ουσιαστικό) ο κάτοικος του χωριού
χορικός (επίθετο) : αυτός που σχετίζεται με τον χορό 
  • ψηλός (επίθετο) : αυτός που έχει ανάστημα μεγαλύτερο από το μέσο πχ ~ άνθρωπος
ψιλός (επίθετο) : ο μικρός σε πάχος και διάμετρο, ο λεπτός πχ ~ φωνή/βροχή


1 σχόλιο:

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.