Ομόηχες λέξεις (ομόηχα ή ομώνυμα) ονομάζονται οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά παρουσιάζουν διαφορές ως προς την ορθογραφία, την ετυμολογία και τη σημασία. Η Ελληνική Γλώσσα παρουσιάζει μεγάλο πλούτο στα ομόηχα και γι’ αυτό συναντώνται συγχύσεις στη χρήση τους.
Ακολουθεί κατάλογος με μερικά από τα πιο συνήθη ομόηχα:
- άλλος (αντωνυμία) : ο διαφορετικός, ο αλλιώτικος
άλλως (επίρρημα) : διαφορετικά, αλλιώς
(η) άλως (ουσιαστικό) : το φωτοστέφανο
γλείφω (ρήμα) : πχ ~ το παγωτό μου
γλείφω (ρήμα) : πχ ~ το παγωτό μου
γλύφω (ρήμα) : σμιλεύω, λαξεύω, σκαλίζω > γλύπτης
- διάλειμμα (ουσιαστικό) : η σύντομη διακοπή, η παύση < διαλείπω
διάλυμα (ουσιαστικό) : το μείγμα < διαλύω
- (η) δίνη (ουσιαστικό) : ο στρόβιλος, η ρουφήχτρα
δίνει (ρήμα/γ’ ενικό) : μεταβιβάζει από χέρι σε χέρι < δίνω/δίδω
- (το) δράμα (ουσιαστικό) : το θεατρικό έργο
(η) Δράμα (ουσιαστικό) : η πόλη
- έγγειος (επίθετο) : αυτός που αναφέρεται στη γη πχ η ~ ιδιοκτησία
< εγ -(< εν-) + γαία/ γη
έγκυος (γυναίκα) (επίθετο) : αυτή που κυοφορεί, που φέρει έμβρυο
< εγ -(< εν-) + κύος < κυώ «κυοφορώ»
- έκκληση (ουσιαστικό) : η αίτηση συνήθ. για βοήθεια, η παράκληση, το κάλεσμα.
έκλυση (ουσιαστικό) : η ακολασία, η εξαχρείωση, η ανηθικότητα
πχ η ~ των ηθών
- εξάρτηση (ουσιαστικό) : η κατάσταση/σχέση κατά την οποία κάποιος βρίσκεται υπό τον έλεγχο κάποιου άλλου χωρίς να υπάρχει αυτονομία < εξαρτώ
εξάρτιση (ουσιαστικό) : ο εφοδιασμός/εξοπλισμός του πλοίου
< εξαρτίζω
εξάρτυση (ουσιαστικό) : τα ατομικά είδη του στρατιώτη (ζωστήρας, σακίδιο, φυσίγγια, θήκες, κ.λπ.) < εξαρτύω
- ετοιμολογία (ουσιαστικό) : η ικανότητα εύστοχων και γρήγορων απαντήσεων < έτοιμος + λόγος
ετυμολογία (ουσιαστικό) : η προέλευση των λέξεων < έτυμος (= αυθεντικός, πρώτος) + λόγος
- ευφορία (ουσιαστικό) : η γονιμότητα < εύφορος < ευ + φέρω
Εφορία (ουσιαστικό) : η κρατική υπηρεσία με αρμοδιότητα τον προσδιορισμό των φόρων και τον έλεγχο της είσπραξής τους
< έφορος < επί + ορώ (=βλέπω)
- ήττα (ουσιαστικό) : το να χάνεις από τον αντίπαλο σου
ήτα : το γράμμα της αλφαβήτου
- θύρα (ουσιαστικό) : η πόρτα
θήρα (ουσιαστικό) : το κυνήγι < θηρ = άγριο ζώο
- ιός (ουσιαστικό) : (συνεκδ.) η μεταδοτική ασθένεια πχ ο ~ της γρίπης
υιός (ουσιαστικό) : ο γιος
- καινός (επίθετο) : ο νέος, ο καινούργιος πχ Καινή Διαθήκη
κενός (επίθετο) : ο άδειος
- (το) κάλλος (ουσιαστικό) : η απαράμιλλη ομορφιά
(ο) κάλος (ουσιαστικό) : η σκληρή προεξοχή στην επιφάνεια του δέρματος, ο ρόζος
- (το) κήτος (ουσιαστικό) : το θαλάσσιο θηρίο, το θωρηκτό
(το) κύτος (ουσιαστικό) : το κοίλωμα, το βαθούλωμα, το αμπάρι πχ το ~ του πλοίου
- κίρρωση (ουσιαστικό) : χρόνια ασθένεια του ήπατος
κύρωση (ουσιαστικό) : η πιστοποίηση της εγκυρότητας, η επιβεβαίωση, η επαλήθευση < κυρώ < κύρος
- κλείνω (ρήμα) : πχ ~ την πόρτα
κλίνω (ρήμα) : α) έχω κλίση/ροπή/τάση προς κάτι, β) γέρνω, γ) ΓΛΩΣΣ. σχηματίζω τύπους πχ ~ το ρήμα/το ουσιαστικό
- κλήμα (ουσιαστικό) : το αμπέλι
κλίμα (ουσιαστικό) : οι καιρικές συνθήκες συγκεκριμένης περιοχής
- κλήση (ουσιαστικό) : πχ τηλεφωνική ~ < καλώ
κλίση (ουσιαστικό) : α) η ροπή/τάση προς κάτι, το έμφυτο ταλέντο,
β) η στροφή, το πλάγιασμα, γ) ΓΛΩΣΣ. ο σχηματισμός των τύπων μιας κλιτής λέξης πχ πρώτη ~ ουσιαστικών
- κώλυμα (ουσιαστικό) : το εμπόδιο, η δυσχέρεια < κωλύω
κόλλημα (ουσιαστικό) : η κόλληση, η ένωση αντικειμένων με τη χρήση κόλλας < κολλώ
- κώμη (ουσιαστικό) : η μικρή οικιστική περιοχή
κόμη (ουσιαστικό) : τα μαλλιά
- κώμα (ουσιαστικό) : η παθολογική κατάσταση λήθαργου ή ύπνου, η νάρκη.
κόμμα (ουσιαστικό) : α)πολιτικός σχηματισμός με στόχο την εκπροσώπηση του λαού, β)σύμπραξη ατόμων με κοινές επιδιώξεις πχ έκανε ~ μαζί του γ) ΓΛΩΣΣ. σημείο στίξης < κόπτω
- Κρητικός (επίθετο) : ο προερχόμενος ή ο σχετικός με το νησί της Κρήτης
Κριτικός : α) (επίθετο) αυτός που σχετίζεται με την κρίση ή την κριτική, β) (ουσιαστικό) πρόσωπο που σχολιάζει και αξιολογεί καλλιτεχνικά έργα πχ ~ έργων τέχνης
- (το) λήμμα (ουσιαστικό) : κάθε λέξη που περιλαμβάνεται και σχολιάζεται σε ένα λεξικό
(το) λύμα (ουσιαστικό) : το απόβλητο, ο ρίπος
(η) λίμα (ουσιαστικό) : ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται για να λειάνει σκληρά σώματα μέσω της τριβής
- λιμός (ουσιαστικό) : η πείνα
λοιμός (ουσιαστικό) : επιδημικό νόσημα, στην αρχαιότητα η πανώλη
- λίρα (ουσιαστικό) : το νόμισμα
λύρα (ουσιαστικό) : το μουσικό έγχορδο όργανο
- λυτός (επίθετο) : ο ελεύθερος από δεσμά < λύω/λύνω
λιτός (επίθετο) : ο απλός, ο απέριττος
- (το) μέλι (ουσιαστικό)
μέλλει (ρήμα / γ’ ενικό) : πρόκειται πχ τι ~ γενέσθαι: τι πρόκειται να γίνει
μέλει (ρήμα/ γ’ ενικό) : ενδιαφέρει πχ τι σε ~ εσένα;
(τα) μέλη (ουσιαστικό) : τα πρόσωπα ή κράτη που ανήκουν σε μια ομάδα ή ένα σύνολο πχ τα ~ της Ευρωπαϊκής Ένωσης
- μύλος (ουσιαστικό) : μηχάνημα για άλεσμα σιτηρών
Μήλος (ουσιαστικό) : το νησί
- μήτρα (ουσιαστικό) : πχ η ~ της γυναίκας
μίτρα (ουσιαστικό) : το κάλυμμα της κεφαλής που φέρουν οι ορθόδοξοι επίτροποι και αρχιεπίσκοποι κατά τη τέλεση των λειτουργικών τους καθηκόντων
- ώμος (ουσιαστικό) : το σωματικό μέλος, η ωμοπλάτη
όμως (σύνδεσμος) : ωστόσο, αλλά
- όρος (ουσιαστικό) : το βουνό πχ το ~ Βέρμιο
όρος (ουσιαστικό) : α) η προϋπόθεση με δεσμευτικό περιεχόμενο πχ ο ~ του συμβολαίου, β) οι συνθήκες πχ οι ~ διαβίωσης, γ) δομικό, συστατικό στοιχείο πχ οι ~ της πρότασης
- ότι (ειδικός/σύνδεσμος) : πως
ό,τι (αοριστολογικό/αντωνυμία) : οτιδήποτε
- πάλι (επίρρημα) : ξανά
πάλη (ουσιαστικό) : το αγώνισμα πχ ελληνορωμαϊκή ~
- παραμάννα (ουσιαστικό) : η τροφός, η νταντά
παραμάνα (ουσιαστικό) :η καρφίτσα
- πολυέλαιος (ουσιαστικό) : το πολύφωτο
πολυέλεος (επίθετο) : αυτός που δείχνει έλεος, ο συμπονετικός
πχ ~ Θεός
- (το) ρήμα (ουσιαστικό) : ένα από τα μέρη του λόγου
(η) ρίμα (ουσιαστικό) : η ομοιοκαταληξία
- σατιρικός (επίθετο) : αυτός που σχετίζεται με τη σάτιρα
σατυρικός (επίθετο) : αυτός που αναφέρεται στους Σάτυρους
- (η) σορός (ουσιαστικό) : το σώμα του νεκρού
(ο) σωρός (ουσιαστικό) : το πλήθος στοιβαγμένων πραγμάτων
- σύγκληση (ουσιαστικό) : η πρόσκληση πολλών προσώπων για ορισμένο σκοπό < συγκαλώ
σύγκλιση (ουσιαστικό) : η κίνηση προς το ίδιο σημείο, η ταύτιση
< συγκλίνω
- σύγχιση (ουσιαστικό) : η διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας < συγχίζω
σύγχυση (ουσιαστικό) : η ασάφεια, το μπέρδεμα < συγχέω
- σήκω (ρήμα) : πχ ~ αμέσως από τη θέση μου!
σύκο (ουσιαστικό) : το φρούτο
- στίχος (ουσιαστικό) : πχ ο ~ του τραγουδιού παίζει σημαντικό ρόλο
- στοίχος (ουσιαστικό) : η σειρά, η αράδα
- Σύρος (ουσιαστικό) : το νησί
Σύρος (επίθετο) : ο καταγόμενος από τη Συρία(ο) τοίχος (ουσιαστικό) : το ντουβάρι πχ ο ~ του δωματίου
(το) τείχος (ουσιαστικό) : το ψηλό οχυρωματικό κτίσμα
πχ το Σινικό ~
- τόνος (ουσιαστικό) : α) ένα από τα σημεία στίξης, β) τα 1000 κιλά
τόννος (ουσιαστικό) : το ψάρι
- (η) τύχη (ουσιαστικό) : πχ καλή ~
(τα) τείχη (ουσιαστικό) : πχ ~ του κάστρου
(οι) τοίχοι (ουσιαστικό) : πχ ~ του δωματίου
- φύλλο (ουσιαστικό) : πχ ~ του δέντρου
φύλο (ουσιαστικό) : πχ αρσενικό ή θηλυκό ~
- χοίρος (ουσιαστικό) : το γουρούνι
χήρος (ουσιαστικό) : ο άνδρας του οποίου η σύζυγος έχει πεθάνει
- Χριστός : Ο Ιησούς
χρηστός (επίθετο) : ο έντιμος
- χωρικός : α) (επίθετο) αυτός που σχετίζεται με το χωριό/ με τη χώρα, β) (ουσιαστικό) ο κάτοικος του χωριού
χορικός (επίθετο) : αυτός που σχετίζεται με τον χορό
- ψηλός (επίθετο) : αυτός που έχει ανάστημα μεγαλύτερο από το μέσο πχ ~ άνθρωπος
ψιλός (επίθετο) : ο μικρός σε πάχος και διάμετρο, ο λεπτός πχ ~ φωνή/βροχή
- Σχετικό περιεχόμενο: Γραμματική-Συντακτικό της Νεοελληνικής Γλώσσας
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή