σορός - σωρός. Ομόηχες λέξεις, διαφορετικής σημασίας και χρήσεως που ενίοτε συγχέονται γραμματικώς (ως προς τη χρήση τού γένους) και ορθογραφικώς.
Η λ. σορός είναι θηλ. γένους (η σορός) και σημαίνει «τον νεκρό, το σώμα τού νεκρού που βρίσκεται μέσα σε φέρετρο». Πρόκειται για αρχαία λ. που ανάγεται σε Ι.Κ. ρίζα x twer-. η οποία σημαίνει «περιβάλλω, περικλείω» {*τΕορ-ός> σορός).
II λ. σωρός είναι αρσ. γένους (ο σωρός)
και σημαίνει «πλήθος πραγμάτων στοιβαγμένων το ένα πάνω στο άλλο». Και αυτή η λ. είναι αρχαία και ανάγεται σε I.E.. ρίζα *twe- / tew-, που σημαίνει «διογκώνομαι, φουσκώνω» (*γΡω-ρός> σω-ρός) και συνδέεται πιθ. με τη λ.
σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.